μπλαμπλά
ή μπλα μπλα,
το, άκλ. ουσ. [ηχομιμητική λ. από τον ήχο της χαμηλόφωνης συνομιλίας· κατ’
άλλους από το γαλλ. bla-bla], άσκοπη φλυαρία, συνομιλία χωρίς περιεχόμενο,
χωρίς νόημα: «μ’ άρχισε το μπλαμπλά και δε μ’ άφηνε να φύγω». (Τραγούδι: γιατί
το sex είναι μια άλλη ιστορία, δε θέλει
φασαρία μπλα μπλα και θεωρία)·
- είναι
μόνο μπλαμπλά ή είναι όλο μπλαμπλά, δεν πραγματοποιεί αυτά που λέει,
αυτά που υπόσχεται, είναι μόνο λόγια: «μην πιστεύεις που λέει πως θα σε
βοηθήσει, γιατί είναι μόνο μπλαμπλά ο τύπος».