άνεση,
η, ουσ.
[<αρχ. ἄνεσις], η άνεση. 1. η ευχέρεια, η δυνατότητα: «έχεις την
άνεση να μου δανείσεις εκατό χιλιάδες;». 2. στον πλ. οι ανέσεις,
οι ευκολίες, τα μέσα καλής και ευχάριστης διαβίωσης: «αγόρασε ένα σπίτι με όλες
τις ανέσεις || μη στενοχωριέσαι γι’ αυτόν, γιατί ζει με όλες τις ανέσεις»·
- από
μέσα άνεση κι από έξω εμφάνιση, λέγεται γενικά για άτομο που περνάει άνετη
και ευχάριστη ζωή. Αναφορά σε παλιό διαφημιστικό σλόγκαν, που διαφήμιζε
εσώρουχα·
- έχει
μια άνεση, κινείται, συμπεριφέρεται σε ένα κύκλο ανθρώπων με ευκολία, με
οικειότητα: «έχει μια άνεση αυτό το παιδί να κυκλοφορεί στ’ αριστοκρατικά
σαλόνια, που μου κάνει εντύπωση»·
- έχω
άνεση, είμαι σε καλή οικονομική κατάσταση: «τώρα που έχω άνεση μπορώ να σε
βοηθήσω»·
- έχω
άνεση κινήσεων, ενεργώ χωρίς να μου έχει βάλει κάποιος περιοριστικές
δεσμεύσεις, ενεργώ όπως εγώ νομίζω ή θέλω: «όταν κανείς είναι πλούσιος, έχει
άνεση κινήσεων»·
- έχω
άνεση χρόνου, δε βιάζομαι να κάνω κάτι ή να πάω κάπου: «θα το κάνω με την
ησυχία μου, γιατί έχω άνεση χρόνου»·
- έχω
άνεση χώρου, έχω ευρυχωρία, ιδίως στο σπίτι μου: «μπορώ να φιλοξενήσω την
οικογένειά σου στο σπίτι μου, γιατί έχω άνεση χώρου»·
- με όλη
μου την άνεση ή με όλη την άνεσή μου, χωρίς να βιάζομαι διόλου, χωρίς
ένταση ή άγχος: «για να κάνω καλή δουλειά, θέλω να δουλεύω με όλη την άνεσή μου».
Συνών. με όλη μου την ησυχία ή με όλη την ησυχία μου / με το πάσο μου
/ με το ραχάτι μου / με το τέμπο μου / με το χαβά μου.