μπιμπίκι,
το, ουσ.
[υποκορ. του ουσ. μπίμπικας <αρχ. βέμβιξ· κατ’ άλλους, από το ιταλ. bimbo (=
μπέμπης)], το μπιμπίκι· (στη γλώσσα της αργκό) η κλειτορίδα: «πρέπει να ’ναι
σίγουρη πως θα της γλείψεις το μπιμπίκι της για να ξαπλώσει μαζί σου»·
- βγάζω
μπιμπίκια, στενοχωριέμαι πάρα πολύ: «έβγαλε μπιμπίκια, μέχρι να ’ρθουν τα
παιδιά του απ’ την εκδρομή τους». Από το ότι πολλές φορές, όταν στενοχωριέται
κανείς πολύ, βγάζει στην άκρη των χειλιών του σπυράκια·
- μου
σηκώθηκε το μπιμπίκι ή σηκώθηκε το μπιμπίκι μου, βλ. συνηθέστ. πέταξα
μπιμπίκια·
- πέταξα
μπιμπίκια, α. τρόμαξα υπερβολικά: «μόλις τον είδα να ’ρχεται
καταπάνω μου με το μαχαίρι στο χέρι, πέταξα μπιμπίκια». β. ένιωσα έντονη
έκπληξη, ιδίως από κάτι κακό ή ανεπίτρεπτο: «όταν τον είδα αγκαλιά με τη
γυναίκα του καλύτερου φίλου του, πέταξα μπιμπίκια».