μπιλιάρδο,
το, ουσ.
[<ιταλ. bigliardo], το μπιλιάρδο·
- μαθαίνουν
μπιλιάρδο στην πλάτη μου, με χρησιμοποιούν δοκιμαστικά σε κάτι ή για κάτι
και, ανάλογα με τα συμπεράσματα που θα βγάλουν, θα ενεργήσουν προς όφελός τους:
«είναι τόσο κορόιδο, που δεν κατάλαβε μέχρι τώρα πως τον έχουν για να μαθαίνουν
μπιλιάρδο στην πλάτη του»·
- παίζουν
μπιλιάρδο στην πλάτη μου, με χρησιμοποιούν για να λύνουν τις διαφορές τους
ή για να κερδίζουν: «δεν θ’ ανεχτώ ξανά να παίξουν μπιλιάρδο στην πλάτη μου»·
- στέκα
από μπιλιάρδο ή στέκα του μπιλιάρδου, βλ. λ. στέκα.