μπίλια,
η, ουσ.
[<ιταλ. biglia], μεταλλικό ή γυάλινο σφαιρίδιο που αποτελούσε κάποτε το αγαπημένο
παιχνίδι των παιδιών: «μετά την εκκλησία τα παιδιά μαζεύτηκαν στην πλατεία για
να παίξουν μπίλιες». Συνών. γκαζά και γκαζιά·
- γίναμε
μπίλιες, μαλώσαμε άγρια, κυλιστήκαμε στο χώμα παλεύοντας, ανταλλάξαμε βίαια
χτυπήματα, σκληρά λόγια ή απειλές: «πες ο ένας, πες ο άλλος, στο τέλος
αρπαχτήκαμε και γίναμε μπίλιες». Από την εικόνα ενός συνόλου από μπίλιες που με
το παραμικρό κούνημα ή χτύπημα διαλύονται και κατρακυλούν προς διάφορες
κατευθύνσεις. Συνών. γίναμε από κούπες / γίναμε βίδες / γίναμε ένα μάτσο
χάλια / γίναμε θρύψαλα / γίναμε ιμάμ μπαϊλντί / γίναμε κουλουβάχατα / γίναμε
κώλος / γίναμε μαλλιά κουβάρια / γίναμε μανέστρα (α) / γίναμε μαντάρα / γίναμε
με τα κρεμμυδάκια / γίναμε μουνί / γίναμε μουνί καλλιγραφίας / γίναμε μουνί
καπέλο / γίναμε μπάχαλο / γίναμε μπουρδέλο / γίναμε μύλος / γίναμε σαλάτα (α) /
γίναμε σκατά / γίναμε χάλια·
- γίνομαι
μπίλιες, διαλύομαι σωματικά ή ψυχικά: «δουλεύει στο λιμάνι και κάθε μέρα
γίνεται μπίλιες || έγινε μπίλιες, μόλις έμαθε πως χτύπησε το γιο του ένα
αυτοκίνητο»·
- έχασα
την μπίλια ή έχω χάσει την μπίλια, βλ. συνηθέστ. έχασα την μπάλα,
λ. μπάλα·
- μου
κάθισε η μπίλια, πέτυχα σε αυτό που επιδίωκα: «ήταν αμφίβολο αν θα έπαιρνα
τη δουλειά, αλλά στο τέλος μου κάθισε η μπίλια». Από την εικόνα της μπίλιας της
ρουλέτας που μετά το στριφογύρισμά της κάθεται στο χώρισμα με τον αριθμό που
έχουμε ποντάρει·
- να
δούμε πώς θα κάτσει η μπίλια, έκφραση απορίας για την κατάληξη μιας
υπόθεσης: «τα πράγματα στην αγορά είναι πολύ δύσκολα κι όλοι ενδιαφερόμαστε να
δούμε πώς θα κάτσει η μπίλια»·
- τα
κάνω μπίλιες, προκαλώ μεγάλη καταστροφή σε ένα χώρο, ιδίως κλειστό: «μπήκε
αγριεμένος στο μαγαζί και τα ’κανε μπίλιες»·
- τον
κάνω μπίλιες, τον διαλύω στο ξύλο, τον κατανικώ: «τον άρπαξε στα χέρια του
και τον έκανε μπίλιες».