μπιελάρ,
επίρρ. [από τα
αρχικά της αγγλ. φρ. (b)eyond (l)ocal (r)epair
(= πέρα από τοπική επισκευή, που δεν μπορεί δηλ. να επιδιορθωθεί επί τόπου)]·
- βγαίνω
μπιελάρ, α. (για μηχανήματα) αχρηστεύομαι: «έφαγε τέτοιο τράκο τ’
αυτοκίνητο, που βγήκε μπιελάρ || θέλησε να επιδιορθώσει την τηλεόραση και την
έβγαλε μπιελάρ». β. (για πρόσωπα) διαλύομαι από την κούραση ή από άλλη
αιτία και εγκαταλείπω: «έκανα μονάχος μου τη μετακόμιση και βγήκα μπιελάρ ||
βγήκα μπιελάρ απ’ το διάβασμα». γ. νικιέμαι κατά κράτος: «πήγα να τα
βάλω με κείνο το θηρίο και βγήκα μπιελάρ»·
- το
βγάζω μπιελάρ, (για μηχανήματα) το αχρηστεύω: «σου ’δωσα τ’ αυτοκίνητό μου
να κάνεις μια βόλτα κι εσύ το ’βγαλες μπιελάρ»·
- τον
βγάζω μπιελάρ, α. τον διαλύω από την κούραση και τον κάνω να
εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια: «τον υποχρέωσα να δουλέψει με τους δικούς μου
ρυθμούς και τον έβγαλα μπιελάρ». β. τον κατανικώ: «θέλησε να παλέψει
μαζί μου και τον έβγαλα μπιελάρ».