μπήγω
κ. μπήζω κ.
μπήχνω, ρ. [<μσν. μπήγω, από το ἔμπηξα <ἐνέπηξα, αόρ. του αρχ. ἐμπήγνυμι],
χώνω κάτι πολύ βαθιά, ασκώ πίεση σε κάτι, ιδίως αιχμηρό, για να το εισαγάγω σε
μια σκληρή επιφάνεια: «με δυο τρεις δυνατές σφυριές, έμπηξε το καρφί στο ξύλο ||
τράβηξε το μαχαίρι και του το έμπηξε στο στήθος·
- μπήγω
μια τσιρίδα, βλ. λ. τσιρίδα·
- μπήγω
μια φωνή, βλ. λ. φωνή·
- μπήγω
τα γέλια (τα κλάματα, τις τσιρίδες, τις φωνές), βλ. λ. γέλιο και αντίστοιχα
λήμματα·
- της
τον (τη, το) έμπηξα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος,
το καυλί), της επέβαλα με βίαιο τρόπο τη σεξουαλική πράξη: «μόλις της τον
έμπηξα, ούρλιαξε απ’ τον πόνο»·
- το
παίξε παίξε, φέρνει και το μπήξε μπήξε, η κατάληξη των ερωτικών παιχνιδιών
είναι η συνουσία: «να μην αφήνεις, κόρη μου, να σε φιλούν και να σε χαϊδεύουν,
γιατί το παίξε παίξε, φέρνει και το μπήξε μπήξε»·
- του
μπήγω τις τσιρίδες, βλ. λ. τσιρίδα·
- του
μπήγω τις φωνές, βλ. λ. φωνή·
- του
μπήγω το μαχαίρι στο λαιμό, βλ. λ. μαχαίρι.