μπέρδεμα,
το, ουσ. [<μπερδεύω],
το μπέρδεμα. 1. το ανακάτωμα, το μπλέξιμο: «έγινε μπέρδεμα στις
τηλεφωνικές γραμμές και βγήκε λάθος αριθμός». 2. η περιπλοκή μιας
υπόθεσης ή σχέσης που φέρνει αναστάτωση: «υπήρχε τέτοιο μπέρδεμα στην όλη
υπόθεση, που ο ένας κατηγορούσε τον άλλον». (Λαϊκό τραγούδι: και θα ’χω με
το σπίτι μου μπερδέματα, αλήθεια σου του λέω κι όχι ψέματα). 3.
λανθασμένη αντίληψη, αποτέλεσμα σύγχυσης, παρανόησης: «μα να κάνω τέτοιο
μπέρδεμα και να τον κατηγορήσω άδικα!». 4. αντιξοότητα, δυσκολία: «έχω
ένα μπέρδεμα στη δουλειά και δεν ξέρω πώς θα το ξεπεράσω». 5. συμμετοχή
σε επιζήμια, δυσάρεστη ή παράνομη υπόθεση: «πρέπει να ξέρεις πως τέτοια
μπερδέματα δε βγάζουν ποτέ σε καλό». 6. ο ερωτικός δεσμός, η
ερωτοδουλειά: «έχει ένα μπέρδεμα με μια πιτσιρίκα». 7. η παρτούζα (βλ. λ.). Υποκορ. μπερδεματάκι, το·
- έγινε
μπέρδεμα, λέγεται για επεισοδιακή ή διασκεδαστική εξέλιξη ή κατάληξη ενός
γεγονότος, μιας συναναστροφής: «έγινε μπέρδεμα μόλις συναντήθηκαν, κι ενώ στην
αρχή το παίζανε πολιτισμένοι, στο τέλος πλακώθηκαν στις μπουνιές || έχασες που
δεν ήρθες μαζί μας, γιατί έγινε ωραίο μπέρδεμα στα μπουζούκια».