άνεμος,
ο, ουσ.
[<αρχ. ἄνεμος], ο άνεμος· (στη νεοαργκό) πανέμορφη και αεράτη κοπέλα:
«άνεμος, σου λέω, η καινούρια του γκόμενα!». (Ακολουθούν 22 φρ.)·
- άι
στον άνεμο! πολύ πιο ηπιότερη έκφραση από το άι στο διάβολο! λ.
διάβολος·
- αν
δε φυσήξει άνεμος, κλωνάρι δε σαλεύει, βλ. λ. κλωνάρι·
-
άνεμος που δε σε βλάπτει, άφησέ τον να φυσάει, όταν κάποιος εχθρός σου δεν
μπορεί να σε βλάψει, αγνόησέ τον: «και τι σε νοιάζει που δε σε χωνεύει; Άνεμος
που δε σε βλάπτει, άφησέ τον να φυσάει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ.
Συνών. γάιδαρο που δε σε βλάπτει, άφησέ τον να γκαρίζει / σκυλί που δε
σε βλάπτει, άφησέ το να γαβγίζει / το φίδι που δε σε βλάπτει, να ζήσει χίλια
χρόνια ·
- άσ’
το να πάει κατ’ ανέμου! βλ.
συνηθέστ. άσ’ το να πάει στο διάβολο! λ. διάβολος·
- άσ’
τον να πάει κατ’ ανέμου! βλ. συνηθέστ. άσ’ τον να πάει στο διάβολο!
λ. διάβολος·
- έφυγε
σαν τον άνεμο, έφυγε με μεγάλη ταχύτητα, με μεγάλη σπουδή: «μόλις έμαθε πως
οι φίλοι του είχαν μπλεχτεί σ’ έναν καβγά λίγο παρακάτω, έφυγε σαν τον άνεμο να
πάει να τους βοηθήσει»·
- η
κόρη του ανέμου, βλ. λ. κόρη·
- κάνει
τον άνεμο κουβάρι, α. χάνει τον καιρό του, ματαιοπονεί: «είναι τόσο
χάλια η επιχείρησή του, που όσο και αν προσπαθεί να βάλει μια τάξη, κάνει τον
άνεμο κουβάρι». β. πρόκειται για πολύ βίαιο και αυταρχικό άτομο: «δεν
μπορεί κανένας να του επιβληθεί, γιατί είναι άτομο που κάνει τον άνεμο κουβάρι»·
- ο
γιος του ανέμου, βλ. λ. γιος·
- όποιος
σπέρνει ανέμους, θερίζει θύελλες ή όποιος σπέρνει ανέμους, θερίζει
τρικυμίες, έκφραση που δηλώνει πως, όταν κάποιος δημιουργεί έκρυθμες
καταστάσεις σε ένα κοινωνικό σύνολο, υφίσταται τελικά συνέπειες πολύ χειρότερες
από αυτές που δημιούργησε·
- ορμώ
σαν τον άνεμο, κινούμαι, χιμώ εναντίον κάποιου ή κάποιων με ορμή, με
βιαιότητα (όπως και ο άνεμος): «μόλις τους είδε, όρμησε σαν τον άνεμο καταπάνω
τους και τους σκόρπισε»·
- πάει
όπου φυσάει ο άνεμος, είναι καιροσκόπος, πηγαίνει κάθε φορά με το μέρος του
ισχυρότερου ή με εκείνο το πολιτικό κόμμα από το οποίο μπορεί να αποκομίσει
προσωπικά οφέλη: «δεν μπορείς να του έχεις εμπιστοσύνη, γιατί πάει όπου φυσάει
ο άνεμος»· βλ. και λ. ό.φ.α·
- πάω
κατ’ ανέμου, βλ. συνηθέστ. πάω κατά διαβόλου, λ. διάβολος·
- περί
ανέμων και υδάτων, άσκοπο κουβεντολόι, που γίνεται μόνο και μόνο για να
περάσει η ώρα: «καθόμασταν και κουβεντιάζαμε περί ανέμων και υδάτων». Αναφορά
στο ομώνυμο βιβλίο του Θεοφράστου·
- πνέει
(ένας) άνεμος…, υπάρχει τάση, διάθεση, επικρατεί κατάσταση…: «μετά τα νέα
οικονομικά μέτρα της κυβέρνησης, πνέει άνεμος αισιοδοξίας στο λαό || μετά το
νέο Σύνταγμα που ψηφίστηκε στη βουλή, πνέει ένας άνεμος ελευθερίας στον τόπο μας»·
- σκόρπισε
στους πέντε ανέμους, α. διαλύθηκε, διασκορπίστηκε κάτι: «κάποτε
ήμασταν μεγάλη παρέα, αλλά σκόρπισε στους πέντε ανέμους, γιατί ο καθένας
τράβηξε το δρόμο του». β. (για χρήματα ή περιουσία) κατασπαταλήθηκε
άσκοπα: «όση περιουσία του άφησε ο πατέρας του, τη σκόρπισε στους πέντε
ανέμους»·
- τα
πήρε ο άνεμος, βλ. φρ. τα σκόρπισε ο άνεμος. (Λαϊκό τραγούδι: ζωή
γεμάτη πίκρες και καημοί με αίμα και με ιδρώτα τρώμε το ψωμί, ακόμα και στον
έρωτα η φτώχεια μας πικραίνει όλα ο άνεμος ο άνεμος τα παίρνει)·
- τα
σκόρπισε ο άνεμος, διέλυσε, διασκόρπισε κάτι: «όλα μου τα όνειρα τα
σκόρπισε ο άνεμος». (Λαϊκό τραγούδι: τα σκόρπισε τα σκόρπισε ο άνεμος και
πήγανε και πήγανε χαμένα)·
- το
σπίτι των ανέμων, βλ. λ. σπίτι·
- τον
πήρε ο άνεμος, απέτυχε, καταστράφηκε οικονομικά: «έκανε παράτολμα ανοίγματα
στη δουλειά του και τον πήρε ο άνεμος»·
- φτερό
στον άνεμο, βλ. λ. φτερό·
- φυσάει
(ένας) άνεμος… ή φύσηξ’ (ένας) άνεμος…, βλ. λ. πνέει (ένας)
άνεμος.