μπάχαλο,
το, ουσ. [;],
μεγάλη ανακατωσούρα, αναστάτωση, σύγχυση, μεγάλη φασαρία από οχλαγωγία:
«υπάρχει τέτοιο μπάχαλο στην επιχείρηση, που δεν μπορείς να βρεις άκρη»·
- γίναμε
μπάχαλο, μαλώσαμε άγρια, ανταλλάξαμε βίαια χτυπήματα, σκληρά λόγια ή
απειλές: «κάποια στιγμή με προκάλεσε τόσο πολύ, που δεν άντεξα άλλο και γίναμε
μπάχαλο». Για συνών. βλ. φρ. γίναμε μπίλιες, λ. μπίλια·
- έγινε
μπάχαλο, α. επήλθε πλήρης αποδιοργάνωση: «το κράτος έγινε μπάχαλο». β.
δημιουργήθηκε μεγάλο μπέρδεμα, μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη σύγχυση από οχλαγωγία:
«κάποια στιγμή τα πνεύματα οξύνθηκαν κι έγινε μπάχαλο μέσα στην αίθουσα απ’ τις
φωνές και τη φασαρία»·
- έγινε
μπάχαλο η δουλειά ή η δουλειά έγινε μπάχαλο, βλ. λ. δουλειά·
- έκανα
μπάχαλο τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- τα
κάνω μπάχαλο, δημιουργώ μεγάλο μπέρδεμα, μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη σύγχυση,
ιδίως σε ένα κλειστό χώρο: «τα ’κανες μπάχαλο στη συνεδρίαση μ’ εκείνο το υπονοούμενο
που πέταξες || τα ’κανε μπάχαλο κάτω στο υπόγειο μέχρι να βρει το εργαλείο που
του χρειαζόταν».