μπάτσος,
ο, ουσ.
[<τουρκ. baç (= διόδια, φόρος,
φοροεισπράκτορας, χαράτσι· εκβιασμός) + κατάλ. -ος], (υποτιμητικά ή υβριστικά)
ο χωροφύλακας, ο αστυφύλακας, ο αστυνομικός: «μόλις είδαν να ’ρχονται οι
μπάτσοι, το ’βαλαν όλοι στα πόδια». (Λαϊκό τραγούδι: μάγκες πιάσ’ τε τα
γεφύρια, μπάτσοι κλάσ’ τε μας τ’ αρχίδια // μπάτσοι και
χωροφυλάκοι μας χαλάσαν, βρε, το τσαρδάκι). Η λαϊκή παρετυμολογία βγάζει τη
λ. μπάτσος από το ότι, παλιότερα οι χωροφύλακες, ιδίως αυτοί που υπηρετούσαν
στην επαρχία, έδερναν (μπάτσιζαν) ασύστολα τους υπόπτους που συλλάμβαναν· βλ.
και λ. μπάτσα·
- καλός
μπάτσος είναι ο νεκρός μπάτσος, αναρχικό σύνθημα·
- μπάτσοι,
γουρούνια, δολοφόνοι! φοιτητικό σύνθημα που κυριάρχησε στις διαδηλώσεις τον
τελευταίο χρόνο της δικτατορίας και τα πρώτα χρόνια τη μεταπολίτευσης στην Ελλάδα.