μπάτσα,
η κ. μπάτσος,
ο, κ. μπάτσο, το, ουσ. [ηχομιμητική λ. από τον ήχο μπατς που κάνει
το χτύπημα με την παλάμη στο μάγουλο· κατ’ άλλους από το ιταλ. bazza ή το γερμανοεβραϊκό patsch]. 1. το χτύπημα στο
μάγουλο κάποιου με την παλάμη, το σκαμπίλι, το χαστούκι: «του ’δωσε μια μπάτσα,
που είδε τον ουρανό με τ’ άστρα». 2. το ηθικό πλήγμα, ο ηθικός
εξευτελισμός: «τέτοια μπάτσα δεν την περίμενα από σένα!». 3. η μεγάλη
απογοήτευση που νιώθει κανείς: «δέχτηκε τόσα πολλά μπάτσα στη ζωή του, αλλά πιο
πολύ του κόστισε η αδιαφορία του φίλου του». 4. χτύπημα της ζωής, της
μοίρας: «παρ’ όλα τα μπάτσα που δέχτηκε στη ζωή του αντέχει κι αγωνίζεται
ακόμα». (Λαϊκό τραγούδι: εσύ, βρε μοίρα, μου ’δωσες τον πιο μεγάλο μπάτσο
κι από γυναίκα πονηρή έπαθα μέσα στη ζωή το πιο βαρύ στραπάτσο).Μεγεθ.
μπατσάρα, η και μπάτσαρος, ο· βλ. και λ. μπάτσος. (Ακολουθούν 20
φρ.)·
- άνθρωπος
του κλότσου και του μπάτσου, βλ. λ. άνθρωπος·
- είναι
για μπάτσα ή είναι για μπάτσες, πρέπει να τιμωρηθεί με ξυλοδαρμό ή συμπεριφέρεται
με τέτοιο τρόπο, σαν να επιδιώκει να φάει ξύλο: «αφού μας κατηγορεί συνέχεια
χωρίς λόγο, είναι για μπάτσα». Για συνών. βλ. φρ. είναι για χαστούκια, λ.
χαστούκι·
- είναι
του κλότσου και του μπάτσου ή τον έχουν από κλότσο κι από μπάτσο ή τον
έχουν του κλότσου και του μπάτσου, βλ. λ. κλότσος·
- έφαγε
μπάτσα ή έφαγε μπάτσες ή έφαγε τα μπάτσα του ή έφαγε τις
μπάτσες του, ξυλοκοπήθηκε από κάποιον: «να δεις τι καλά που ησύχασε, μόλις
έφαγε τα μπάτσα του απ’ τον τάδε!». Για συνών. βλ. φρ. έφαγε χαστούκια ή
έφαγε τα χαστούκια του, λ. χαστούκι·
- θέλει
μπάτσα ή θέλει μπάτσες ή θέλει τα μπάτσα του ή θέλει τις
μπάτσες του ή τα θέλει τα μπάτσα του ή τις θέλει τις μπάτσες του,
βλ. φρ. είναι για μπάτσα ή είναι για μπάτσες·
- το
παίζουν ο κακός κι ο καλός μπάτσος, λέγεται για δυο άτομα που πιέζοντας ή
εκβιάζοντας κάποιον, ο ένας προσποιείται τον κακό και ο άλλος τον καλό: «όταν
πάνε να εισπράξουν τα λεφτά της προστασίας απ’ τα μαγαζιά που προστατεύουν, το
παίζουν ο κακός κι ο καλός μπάτσος». Αναφορά στα χολιγουντιανά αστυνομικά έργα·
- τον
πέθανα στα μπάτσα ή τον πέθανα στις μπάτσες, βλ. φρ. τον τρέλανα
στα μπάτσα·
- τον
πλάκωσα στα μπάτσα ή τον πλάκωσα στις μπάτσες, του δίνω αλλεπάλληλα
χαστούκια σε κάποιον: «επειδή έλεγε όλο βλακείες, τον πλάκωσα στα μπάτσα και το
βούλωσε». Για συνών. βλ. φρ. τον πλάκωσα στα χαστούκια, λ. χαστούκι·
- τον
τάραξα στα μπάτσα ή τον τάραξα στις μπάτσες, τον έδειρα άγρια, τον
ξυλοκόπησα: «επειδή έλεγε συνέχεια βλακείες, τον άρπαξα στα χέρια μου και τον
τάραξα στα μπάτσα». Για συνών. βλ. φρ. τον τάραξα στα χαστούκια, λ.
χαστούκι·
- τον
τρέλανα στα μπάτσα ή τον τρέλανα στις μπάτσες, τον ξυλοκόπησα άγρια:
«επειδή κορόιδευε γέρο άνθρωπο τον έπιασα στα χέρια μου και τον τρέλανα στα
μπάτσα». Για συνών. βλ. φρ. τον τρέλανα στα χαστούκια, λ. χαστούκι·
- του
άστραψα ένα μπάτσο ή του άστραψα μια μπάτσα, τον χαστούκισα: «κάποια
στιγμή μ’ εκνεύρισε τόσο πολύ, που του άστραψα μια μπάτσα για να το βουλώσει».
Για συνών. βλ. φρ. του άστραψα ένα χαστούκι, λ. χαστούκι·
- του
’δωσα ένα μπάτσο ή του ’δωσα μια μπάτσα, βλ. φρ. του ’ριξα ένα
μπάτσο ή του ’ριξα μια μπάτσα·
- του
’δωσα μπάτσα ή του ’δωσα μπάτσες ή του ’δωσα τα μπάτσα του ή του
’δωσα τις μπάτσες του, βλ. φρ. του ’ριξα μπάτσα ή του ’ριξα
μπάτσες ή του ’ριξα τα μπάτσα του ή του ’ριξα τις μπάτσες του·
- του
κάθισα ένα μπάτσο ή του κάθισα μια μπάτσα, βλ. φρ. του άστραψα
ένα μπάτσο·
- του
’κοψα ένα μπάτσο ή του ’κοψα μια μπάτσα, βλ. φρ. του ’ριξα ένα
μπάτσο·
- του
’ριξα ένα μπάτσο ή
του ’ριξα μια μπάτσα, τον χαστούκισα: «πάνω στα νεύρα μου του ’ριξα ένα
μπάτσο»·
- του
’ριξα μπάτσα ή του
’ριξα μπάτσες ή του ’ριξα τα μπάτσα του ή του ’ριξα τις μπάτσες
του, τον χαστούκισα πολλές φορές, τον ξυλοκόπησα και, κατ’ επέκταση, τον
νίκησα: «έλεγε συνέχεια ανοησίες, μέχρι που του ’ριξα τα μπάτσα του και το
βούλωσε». Για συνών. βλ. φρ. του ’ριξα χαστούκια ή του ’ριξα τα
χαστούκια του, λ. χαστούκι·
- του
’σκασα ένα μπάτσο ή του ’σκασα μια μπάτσα, βλ. φρ. του άστραψα
ένα μπάτσο·
- του
τράβηξα ένα μπάτσο ή
του τράβηξα μια μπάτσα, βλ. φρ. του ’ριξα ένα μπάτσο·
-
τρώω μπάτσα ή τρώω
μπάτσες ή τρώω τα μπάτσα μου ή τρώω τις μπάτσες μου, α. δέχομαι
μπάτσα, με δέρνει κάποιος και, κατ’ επέκταση, με νικά: «κάθε φορά που μαλώνω
μαζί του, τρώω τα μπάτσα μου». β. αντιμετωπίζω καταστάσεις που με
προσβάλλουν ή με υποτιμούν ως άτομο: «από δω και πέρα θα βάζω τον καθένα στη
θέση του και θα πάψω να τρώω μπάτσα». γ. βρίσκομαι μπροστά σε δυσκολίες
που δεν περίμενα: «ενώ πήγαινε μια χαρά η δουλειά, ξαφνικά άρχισα να τρώω
μπάτσες». Για συνών. βλ. φρ. τρώω χαστούκια ή τρώω τα χαστούκια μου, λ.
χαστούκι.