μπαστούνι,
το, ουσ.
[<μσν. μπαστούνι(ν) <βενετ. bastum], το μπαστούνι. 1. (για
χαρτοπαίγνιο) μια από τις τέσσερεις φυλές χαρτιών της τράπουλας: «είχε στα
χέρια του δυο κούπες και δυο μπαστούνια». 2. (στη ναυτική γλώσσα) το
δοκάρι που προεξέχει από την πλώρη των ιστιοφόρων: «στο μπαστούνι των
ιστιοφόρων στερεώνεται ο φλόκος». 3. στον πλ. τα μπαστούνια, (στη
γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) είδος παιχνιδιού που παίζεται με μια τράπουλα: «τους
βρήκα στο καφενείο να παίζουν μπαστούνια». Υποκορ. μπαστουνάκι, το·
- είναι
λες και κατάπιε μπαστούνι ή είναι σαν να κατάπιε μπαστούνι ή λες
και κατάπιε μπαστούνι ή σαν να κατάπιε μπαστούνι, στέκεται ασάλευτος
με τεντωμένο το κορμί και το κεφάλι του ελαφρά γερτό προς τα πίσω, ενώ το
σαγόνι του έχει ελαφρώς κλίση προς τα επάνω: «ξεχωρίζει απ’ όλους τους άλλους,
γιατί είναι λες και κατάπιε μπαστούνι || θα καταλάβεις αμέσως για ποιον σου
λέω, γιατί είναι σαν να κατάπιε μπαστούνι || μόλις την είδε, έτρεξε κοντά της
και στάθηκε δίπλα της σαν να κατάπιε μπαστούνι». Συνών. είναι λες και
κατάπιε σκεπάρνι·
- παρουσιάστηκε
σαν φάντης μπαστούνι, βλ. λ. φάντης·
- τα
βρήκα μπαστούνια, αντιμετώπισα μεγάλες δυσκολίες, μεγάλα εμπόδια σε κάποια
δουλειά ή υπόθεση: «θέλησα να κάνω μια καινούρια δουλειά, αλλά τα βρήκα
μπαστούνια και την παράτησα || ήγα αδιάβαστος στις εξετάσεις και τα βρήκα
μπαστούνια». (Λαϊκό τραγούδι: εσύ κορόιδο να με πιάσεις δεν μπορείς, μαζί
μου που ’μπλεξες μπαστούνια θα τα βρεις). Από το ότι, τα μπαστούνια
της τράπουλας συμβολίζουν στη χαρτομαντεία την ατυχία, τη δυσκολία, τη δυστυχία.
Συνών. τα βρήκα αγγούρια / τα βρήκα ζόρικα / τα βρήκα ζόρικα τα πράγματα /
τα βρήκα σκούρα / τα βρήκα σκούρα τα πράγματα / τα βρήκα στενά / τα βρήκα στενά
τα πράγματα·
- το
μπαστούνι για τους σκύλους κι η ψωλή είναι για τους σκύλους, βλ. λ. ψωλή.