μπάσιμο,
το, ουσ. [από το
θέμα αορ. του ρ. μπαίνω + κατάλ. -μα]. 1. η ξαφνική είσοδος κάποιου σε
ένα χώρο, ιδίως κλειστό: «με το μπάσιμο του τάδε στην αίθουσα όλοι έκατσαν στ’
αβγά τους». 2. (για ρούχα) το μάζεμα που κάνει όταν βραχεί, όταν πλυθεί:
«δεν περίμενα τέτοιο μπάσιμο του πουκαμίσου μου κατά την πλύση του, γιατί
υποτίθεται πως είναι καλής ποιότητας». 3. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου ή
του μπάσκετ) η ξαφνική εφόρμηση παίχτη με την μπάλα στα πόδια ή στα χέρια του
προς την αντίπαλη περιοχή: «με το μπάσιμο του τάδε στη μεγάλη τους περιοχή,
έπεσαν όλοι επάνω του για να τον σταματήσουν»·
- κάνω
μπάσιμο, α. εισβάλλω ξαφνικά σε ένα χώρο, ιδίως κλειστό: «έκανε
τέτοιο μπάσιμο στην αίθουσα, που όλοι πετάχτηκαν απάνω απ’ το φόβο τους». β.
κάνω εντυπωσιακή είσοδο σε ένα χώρο, ιδίως κλειστό: «περιμένει πάντα να
μαζευτούν πρώτα όλοι οι επίσημοι κι ύστερα κάνει μπάσιμο, για να γίνει αισθητή
η παρουσία του». γ. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου ή του μπάσκετ) εφορμώ με
την μπάλα στα πόδια ή στα χέρια μου προς στην αντίπαλη περιοχή: «όταν κάνει
μπάσιμο, δεν μπορεί να τον σταματήσει κανένας»·
- του
’κανε μπάσιμο, ενήργησε
επιδεικτικά ή προκλητικά εναντίον του: «κάποια στιγμή ο άλλος ύψωσε φωνή, αλλά
του ’κανε τέτοιο μπάσιμο ο δικός σου, που μαζεύτηκε αμέσως». Συνών. του
’κανε βγάλσιμο.