ανέκδοτο,
το, ουσ. [ουδ.
του επιθ. ανέκδοτος <μτγν. ἀνέκδοτος], η σύντομη διήγηση με τέτοιο τρόπο και
περιεχόμενο, ώστε να προκαλεί γέλιο: «τα πιο ξεκαρδιστικά ανέκδοτα είναι τα
ποντιακά»·
- ανέκδοτα
θα λέμε τώρα! δεν αστειεύομαι, μιλώ πολύ σοβαρά: «είσαι σίγουρος πως αυτό
είναι καλύτερο απ’ τ’ άλλο; -Ανέκδοτα θα λέμε τώρα!». Ο πλ. και όταν το άτομο
μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- άρχισε
πάλι τ’ ανέκδοτα, λέγεται ειρωνικά για άτομο, που συνηθίζει να λέει
παραδοξολογίες ή πράγματα που δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν: «εγώ τον
πληροφόρησα πως δεν έχουμε λεφτά να πληρώσουμε το προσωπικό, κι αυτός άρχισε
πάλι τ’ ανέκδοτα με επεκτάσεις της εταιρείας και τα παρόμοια»·
- είναι
απ’ άλλο ανέκδοτο, λέγεται ειρωνικά για άτομο που δεν μπορεί να καταλάβει
αυτά που λέμε ή κάνουμε αυτή τη στιγμή, που είναι άσχετος ή που δεν μπορεί να
προσαρμοστεί στο δικό μας κλίμα ή περιβάλλον, γιατί είναι μικρόνους ή γιατί
ίσως ήταν αλλιώς μαθημένος: «ό,τι και να πούμε, πέρα βρέχει γι’ αυτόν τον
άνθρωπο, γιατί είναι απ’ άλλο ανέκδοτο»·
- είναι
σκέτο ανέκδοτο, α. λέγεται θαυμαστικά για άτομο που το χαρακτηρίζει
πηγαίο χιούμορ: «αυτός ο άνθρωπος με κάνει πάντα και γελάω, είναι σκέτο
ανέκδοτο». β. λέγεται ειρωνικά για άτομο, που τα λεγόμενά του δεν έχουν
καμιά σοβαρότητα: «πώς να δώσω βάση στα λόγια του, απ’ τη στιγμή που είναι
σκέτο ανέκδοτο ο άνθρωπος!»·
- κρύο
ανέκδοτο, που όχι μόνο δεν προκαλεί το γέλιο αλλά είναι και ανόητο, σαχλό:
«μας είπε ένα κρύο ανέκδοτο και περίμενε να γελάσουμε κι από πάνω!»·
- λέει
ανέκδοτα, λέει πράγματα που δεν είναι σοβαρά, που δεν ευσταθούν: «εγώ τον
κάλεσα να δούμε τι λύση θα βρούμε με την αναδουλειά που υπάρχει, κι αυτός
άρχισε να λέει ανέκδοτα για εκδρομές και διασκεδάσεις»·
-
χοντρό ανέκδοτο, που
σοκάρει: «όταν υπάρχουν κυρίες μπροστά, δε θέλω να λες χοντρά ανέκδοτα».