μπαράζ,
το, άκλ. ουσ.
[<γαλλ. barrage], αλλεπάλληλες ενέργειες του ιδίου
χαρακτήρα, που τις διακρίνει ένταση κατά την εκδήλωσή τους: «οι εργαζόμενοι
ετοιμάζουν μπαράζ απεργιών || στην αγορά αναμένεται μπαράζ ανατιμήσεων»·
- αγώνας
μπαράζ, αναμέτρηση αθλητικών ομάδων σε ουδέτερο συνήθως γήπεδο, όταν
ισοβαθμούν στο τέλος ενός πρωταθλήματος, κατά τον οποίο ο νικητής προκρίνεται
στην επόμενη διοργάνωση ή παραμένει στην κατηγορία στην οποία αγωνίζεται: «το
αποτέλεσμα του αγώνα μπαράζ, θα δείξει ποια απ’ τις δυο ομάδες θα παραμείνει
στην άλφα εθνική κατηγορία»·
- τους
πήραμε μπαράζ, (για αθλητικές ή άλλες δυναμικές αναμετρήσεις) τους
κατανικήσαμε ή τους καταδιώξαμε: «έπιασε τέτοιο παιχνίδι η ομάδα μας, που τους
πήραμε μπαράζ και δεν ήξεραν πού είναι η μπάλα || επειδή ήμασταν πιο πολλοί,
τους πήραμε μπαράζ και τους διασκορπίσαμε στα γύρω στενά».