μπαούλο, το, ουσ. [<ιταλ. baullo <βενετ. baul], το μπαούλο. 1. άνθρωπος πολύ χοντρός: «είναι τόσο μπαούλο ο τύπος, που δε χωράει να περάσει απ’ την πόρτα». 2. στον πλ. τα μπαούλα, (γενικά) οι αποσκευές, τα μπαγάζια: «κάλεσε έναν αχθοφόρο για να μεταφέρει τα μπαούλα του»·
- γίνομαι μπαούλο, παχαίνω υπερβολικά: «λίγο να ξεφύγω απ’ τη δίαιτά μου, γίνομαι μπαούλο»·
- θα σε κάνω μπαούλο στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- μαζεύω τα μπαούλα μου, μαζεύω το ρουχισμό μου, τα προσωπικά μου είδη και γενικά ό,τι αποτελεί μέρος του νοικοκυριού μου: «άρχισα να μαζεύω τα μπαούλα μου, γιατί σε δυο μέρες μετακομίζω»·
- μάζεψε τα μπαούλα σου, (απειλητικά) πάρε τα προσωπικά σου είδη (και ενν. φύγε, ξεκουμπίσου): «αφού δεν ακούς αυτά που σου λέω, τότε μάζεψε τα μπαούλα σου». (Λαϊκό τραγούδι: αν αστικό λεωφορείο έκανες την καρδούλα σου, πριν γίνω κούκλα μου θηρίο, μάζεψε τα μπαούλα σου). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άιντε ή το μπρος και κλείνει με το και δρόμο·   
- τον έκανε μπαούλο στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο.