μπαντανάς,
ο, ουσ.
[<τουρκ. badana (= επίχρισμα με ασβέστη, ασβέστωμα, άσπρισμα)], ο μπαντανάς.
1. η εισαγωγή του πέους ανάμεσα στα μπούτια της γυναίκας και η
εκσπερμάτωση σε αυτά: «το μόνο που κατάφερα μ’ αυτή τη γυναίκα ήταν ένας
μπαντανάς και τίποτα περισσότερο». Από την εικόνα του μπογιατζή, που επιχρίει
τον τοίχο με ασβέστη, πράγμα με το οποίο παρομοιάζεται το αντρικό σπέρμα στα
μπούτια της γυναίκας. 2. (για γυναίκες) η υπέρμετρη επάλειψη του
προσώπου της με διάφορες καλλυντικές αλοιφές ή άλλα καλλυντικά παρασκευάσματα:
«το πρόσωπό της έκανε μπαμ από μακριά πως ήταν φορτωμένο μ’ ένα σωρό
μπαντανάδες». Υποκορ. μπανταναδάκι, το·
- της
κάνω μπαντανά, (για γυναίκες) εκσπερματώνω ανάμεσα στα μπούτια της: «αφού
δεν ήθελε να κάνουμε ολοκληρωτικό έρωτα, της έκανα μπαντανά για να ξαλαφρώσω».