μπάντα
κ. πάντα, η, ουσ.
[<μσν. μπάντα <ιταλ. banda]. 1. η καθεμιά από τις πλαϊνές πλευρές
ενός πράγματος: «το καράβι έγειρε απ’ τη δεξιά μπάντα || και οι δυο μπάντες τ’
αυτοκινήτου του έχουν γρατζουνιές». 2. στενόμακρο και μαλακό κομμάτι
υφάσματος που χρησιμοποιείται ως επίδεσμος: «τύλιξαν με μια μπάντα το πληγωμένο
του πόδι». 3. μακρόστενο εργόχειρο που κρεμούν στον τοίχο, ιδίως κατά
μήκος κρεβατιού ή ντιβανιού: «στα πλάγια του κρεβατιού, πάνω στον τοίχο, είχε
κρεμασμένη μια μπάντα που έδειχνε έναν Άραβα καβαλάρη». (Ακολουθούν 20 φρ.)·
- από
ποιανού μπάντα είσαι; ποιον από τους δυο υποστηρίζεις(;): «θέλω να
ξεκαθαρίσεις τη θέση σου και να μου πεις, από ποιανού μπάντα είσαι;». Συνών. από
ποιανού μεριά είσαι; / από ποιανού πάρτη είσαι; / από ποιανού το μέρος είσαι(;)·
- αφήνω
στην μπάντα, α. ακουμπώ, εγκαταλείπω παράμερα κάτι: «μόλις μπήκε στο
σπίτι άφησε στην μπάντα τα ψώνια που κρατούσε και μπήκε στο μπάνιο». β. παύω
να κάνω ή να χρησιμοποιώ κάτι: «άσε στην μπάντα τις ανοησίες και συγκεντρώσου
στη δουλειά σου || μόλις άφησε στην μπάντα το σκαλιστήρι πήρε το κλαδευτήρι». γ.
παραμερίζω, παραβλέπω, παρατώ: «πρέπει ν’ αφήσουμε στην μπάντα τις έχθρες
και να δώσουμε πάλι τα χέρια». Συνών. αφήνω κατά μέρος / αφήνω στην άκρη·
- βάζω
στην μπάντα, α. κάνω οικονομίες, αποταμιεύω: «κάθε μήνα βάζει ένα
ποσό από το μισθό του στην μπάντα για ώρα ανάγκης». (Λαϊκό τραγούδι: της
ζωής μου νταγιάντα ντόμινα, ντόμινα ντόνα βάζω άσπρα στην μπάντα ουρανό
να σε ντύσω σαν θα ’ρθεις πάλι πίσω).β. (για πρόσωπα)
παραγκωνίζω: «ο νέος διευθυντής έβαλε στην μπάντα όλους τους παλιούς για να
προωθήσει τους δικούς του». γ. (για πράγματα) παύω να χρησιμοποιώ,
αχρηστεύω: «έβαλε στην μπάντα το παλιό του πλυντήριο, επειδή έγινε προβληματικό,
κι αγόρασε άλλο». Συνών. βάζω κατά μέρος / βάζω στην άκρη· βλ. και φρ. αφήνω
στην μπάντα·
- βγάζω
στην μπάντα, ξεδιαλέγω μέρος από ένα σύνολο: «όποιο σάπιο πορτοκάλι βλέπετε,
θα το βγάζετε στην μπάντα». Συνών. βγάζω κατά μέρος / βγάζω στην άκρη·
- βγαίνω
στην πέρα μπάντα, (στη γλώσσα της αργκό) περνώ απέναντι: «μόλος άναψε το
πράσινο, βγήκα στην πέρα μπάντα». (Λαϊκό τραγούδι: έλα, βαρκούλα, πάρε με, στην
πέρα μπάντα βγάλε με)·
- έχω
στην μπάντα, έχω αποταμιευμένα χρήματα: «έχω στην μπάντα ένα ποσό για ώρα
ανάγκης». Συνών. έχω κατά μέρος / έχω στην άκρη·
- κάθομαι
στην μπάντα, δεν αναμειγνύομαι σε κάποια διένεξη, μένω ουδέτερος
παρατηρητής: «όταν τους βλέπω να μαλώνουν, κάθομαι στην μπάντα και χαζεύω».
Συνών. κάθομαι κατά μέρος / κάθομαι στην άκρη·
- κάνε
στην μπάντα, (απειλητικά, προστακτικά ή συμβουλευτικά) παραμέρισε,
υποχώρησε: «κάνε στην μπάντα, γιατί θα φας ξύλο || αφού βλέπεις πως είναι πιο
δυνατός από σένα, κάνε στην μπάντα». (Λαϊκό τραγούδι: άιντε κάντε όλοι
στην μπάντα να βγει να χορέψει ο Σαλονικιός. Άιντε κάντε του λεζάντα τη
βραδιά να κλέψει ο Σαλονικιός).Συνών. κάνε κατά μέρος / κάνε
στην άκρη·
- κάνω
στην μπάντα, α. παραμερίζω από ευγένεια ή από σεβασμό για να περάσει
κάποιος, δίνω το προβάδισμα σε κάποιον: «μόλις φτάσαμε στην πόρτα, έκανα στην
μπάντα για να περάσει πρώτος ο παππούς μου». β. (γενικά) παραμερίζω για
να περάσει κάποιος: «αφού ήταν τόσο βιαστικός, έκανα στην μπάντα για να
περάσει». γ. δίνω τόπο στην οργή, υποχωρώ: «επειδή ήταν χαζός, έκανα
στην μπάντα και δεν έδωσα βάση στις ανοησίες που έλεγε». δ. παραμερίζω
λόγω φόβου, εγκαταλείπω: «μόλις αγρίεψε ο άλλος, έκανα στην μπάντα, γιατί ήταν
πιο δυνατός από μένα». Συνών. κάνω κατά μέρος / κάνω στην άκρη·
- κάνω
στην μπάντα (κάποιον), παραμερίζω κάποιον θεωρώντας τον εμπόδιο των
ενεργειών ή των φιλοδοξιών μου: «έχει μάθει να κάνει στην μπάντα όποιον
επιβουλεύεται τη διευθυντική του θέση στο εργοστάσιο». Συνών. κάνω κατά
μέρος (κάποιον) / κάνω στην άκρη (κάποιον)·
- μπαίνω
με τις μπάντες, (για οδηγούς μοτοσικλετών, ιδίως αυτοκινήτων) παίρνω μια
στροφή με τόσο μεγάλη ταχύτητα, που το αυτοκίνητο γέρνει με την πλευρά του από
το μέρος της εσωτερικής στροφής: «έχει την τρέλα σε κάθε στροφή να μπαίνει με
τις μπάντες»·
- να
’μουν από καμιά μπάντα! να μπορούσα να έβλεπα κι εγώ, να ήμουν κι εγώ
αυτόπτης μάρτυρας, να ήμουν κι εγώ παρών, ιδίως κατά την εξέλιξη κάποιας
οδυνηρής στιγμής για κάποιον: «να ’μουν από καμιά μπάντα να έβλεπα κι εγώ τα
μούτρα που έκανε, όταν τον πληροφόρησαν την απόλυσή του!». Πολλές φορές, της
φρ. προτάσσεται το α ρε ή το ε ρε και πολλές φορές, μετά το ρ.
της φρ. ακολουθεί το κι εγώ. Συνών. να ’μουν από καμιά άκρη! / να
’μουν από καμιά μεριά(!)·
- όρτσ’
αλά μπάντα, βλ. λ. όρτσα·
- πετώ
στην μπάντα, αχρηστεύω: «πέταξα στην μπάντα όλα τα έπιπλα του σαλονιού μου
κι αγόρασα άλλα». Συνών. πετώ κατά μέρος / πετώ στην άκρη·
- στην
μπάντα! παραμέρισε, παραμερίστε να περάσω: «στην μπάντα, γιατί θα σας
λερώσω!». Συνήθως επαναλαμβανόμενο. Οι πιο παλιοί θα θυμούνται τις ενθουσιώδεις
ιαχές των οπαδών της ποδοσφαιρικής ομάδας του Ολυμπιακού Πειραιά, όταν ο
ποδοσφαιριστής Λοσάντα είχε την μπάλα στα πόδια του και εφορμούσε κατά της
αντίπαλης εστίας: στην μπάντα, στην μπάντα έρχεται ο Λοσάντα! Συνών. στην
άκρη(!)·
- τον
βάζω στην μπάντα, τον παραμερίζω, τον παραγκωνίζω: «επειδή αντιδρούσε σ’
όλες τις αποφάσεις που έπαιρνα, τον έβαλα στην μπάντα». Συνών. τον βάζω κατά
μέρος / τον βάζω στην άκρη·
- τον
κάνω στην μπάντα, τον παραμερίζω βίαια: «με μια σπρωξιά τον έκανε στην
μπάντα και πέρασε». (Λαϊκό τραγούδι: φαντάροι και τσολιάδες μας τους
κάνανε στην μπάντα,τους βγάλαν’ απ’ την Κορυτσά και τους Άγιους
Σαράντα). Συνών. τον κάνω κατά μέρος / τον κάνω στην άκρη·
- τον
πετώ στην μπάντα, τον παραγκωνίζω με προσβλητικό τρόπο: «μόλις ανέλαβε η
νέα κυβέρνηση, τον πέταξαν στην μπάντα οι πολιτικοί του αντίπαλοι». Συνών. τον
πετώ κατά μέρος / τον πετώ στην άκρη·
- τραβιέμαι
στην μπάντα, α. παραμερίζω για να περάσει κάποιος: «μόλις είδα πως
ήταν ηλικιωμένος, τραβήχτηκα για να περάσει πρώτος». β. δε συμμετέχω,
ιδίως σε κάτι κακό ή ασύμφορο: «κάθε φορά που αντιλαμβάνομαι πως είναι ύποπτη η
δουλειά, τραβιέμαι στην μπάντα». Συνών. τραβιέμαι κατά μέρος / τραβιέμαι
στην άκρη· βλ. φρ. κάνω στη μπάντα·
- τραβώ
στην μπάντα, παραμερίζω κάτι: «τράβηξε στην μπάντα το τραπέζι, επειδή εμπόδιζε,
και το ακούμπησε στον τοίχο». Συνών. τραβώ κατά μέρος / τραβώ στην άκρη·
βλ. και φρ. κάνω στην μπάντα.