μπανιστήρι,
το, ουσ. [από το
θέμα αορ. του ρ. μπανίζω + κατάλ. -τήρι]. 1. το να παρακολουθεί κάποιος,
ιδίως απαρατήρητος, θέαμα με σεξουαλικό ενδιαφέρον, η πράξη του μπανιστιρτζή
(βλ. λ.): «αφού του αρέσει το μπανιστήρι, καλά κάνει». (Τραγούδι: μια ψυχή
που ’ναι να βγει και κάνει κράτει με τα δόντια, με τα νύχια, με το νου που
αντέχει κι ακόμα παίρνει μάτι μπανιστήρι στην αυλή του διπλανού μωρέ
παιδιά!).2. το θέαμα που ικανοποιεί έναν μπανιστιρτζή: «δώσ’
του μπανιστήρι αυτού του ανθρώπου και πάρ’ του την ψυχή». 3. θέση
κατάλληλη για μπανιστήρι: «το μέρος αυτό είναι πολύ καλό για μπανιστήρι». 4.
(στη γλώσσα της αργκό) το καθρεπτάκι: «έβγαλε το μπανιστήρι απ’ την τσέπη του
κι έκανε τη χωρίστρα του». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ το καθρεπτάκι σου το λέω μπανιστήρι,
το πορτοφόλι λάχανο και τα λεφτά μπαγιόκο). Από το ότι μέσα στο
καθρεπτάκι μπανίζει (βλέπει) κανείς το πρόσωπό του·
- κάνω
μπανιστήρι, α. παρακολουθώ, ιδίως απαρατήρητος, τα απόκρυφα σημεία
γυναίκας, ιδίως τις ερωτικές περιπτύξεις ζευγαριού: «έχει τέτοιο βίτσιο, που
μέχρι και την αδερφή του κάνει μπανιστήρι, όταν ξεντύνεται || κόλλησε το μάτι
του στην κλειδαρότρυπα κι έκανε μπανιστήρι το ζευγάρι που πηδιόταν πάνω στο κρεβάτι».
β. δε συμμετέχω σε απολαύσεις, στερούμαι διάφορα υλικά αγαθά. Συνήθως
ακολουθεί το από μακριά: «τόσο χρόνια έκανε μπανιστήρι από μακριά ο
άμοιρος και, μόλις έπιασε πέντε δεκάρες, πήγε κι αγόρασε κι αυτός ένα
αυτοκινητάκι».