μπάνιο,
το, ουσ.
[<ιταλ. bagno <λατιν. balneum <αρχ. ελλ. βαλανεῖον], το μπάνιο. 1.
το πλύσιμο, ο καθαρισμός του σώματος και ο χώρος όπου γίνεται το καθάρισμα
αυτό: «είναι στο μπάνιο και λούζεται». 2. το κολύμπι: «πάμε για μπάνιο
στη θάλασσα; || ξέρεις μπάνιο;». 3. μικρό δωμάτιο σε σπίτι ή διαμέρισμα
με λουτρό και αποχωρητήριο ή μόνο αποχωρητήριο: «ήθελε να κάνει την ανάγκη του
και μπήκε στο μπάνιο». Συνών. ιδιαίτερος (6β) / καμπινέ(ς) / μέρος (3) /
τουαλέτα· βλ. και λ. αναγκαίος (3α). 4. στον πλ. τα μπάνια, τα
ιαματικά λουτρά: «ο γιατρός μου συνέστησε μπάνια για τ’ αρθριτικά μου». Υποκορ.
μπανάκι, το. (Τραγούδι: μπανάκι μανάκι, κουράγιο και
τελειώνουνε τα λούκια, μανάκι)·
- δεν
κάνεις μπάνιο ν’ ασπρίσεις! ή δεν πα(ς) να κάνεις μπάνιο ν’ ασπρίσεις! α.
έκφραση δυσαρέσκειας σε άτομο που μας έχει γίνει φορτικό με διάφορους
τρόπους: «δεν κάνεις μπάνιο ν’ ασπρίσεις, που ήρθες πρωί πρωί να μου εκθέσεις
τους φόβους σου για τον τάδε!». β. λέγεται ειρωνικά σε άτομο που μας
ζητάει απίθανες εκδουλεύσεις και που βέβαια δεν είμαστε διατεθειμένοι να τις
πραγματοποιήσουμε ή που αντιλαμβανόμαστε πως επιδιώκει να μας εξαπατήσει: «δεν
πα(ς) να κάνεις μπάνιο ν’ ασπρίσεις, που θα σου δώσω τριάντα χιλιάδες ευρώ!».
Πολλές φορές, μετά το ρ. κάνεις, ακούγεται το κάνα (κανένα) και η
φρ. κλείνει με το λέω ’γω·
- κάνε
μπάνιο, βλ. φρ. να πα(ς) να κάνεις μπάνιο·
-
κάνω μπάνια, κάνω
ιαματικά λουτρά: «φέτος θα πάω να κάνω μπάνια στο Λαγκαδά»·
-
κάνω μπάνιο, α.
κολυμπώ: «μ’
αρέσει να κάνω μπάνιο, όταν η θάλασσα είναι λίγο ταραγμένη για να παίζω με τα
κύματα». β. πλένω, καθαρίζω το σώμα μου: «όση ώρα θα κάνω μπάνιο, βάλε
να πιεις ένα ουισκάκι»·
- να
πα(ς) να κάνεις μπάνιο, δε με νοιάζει, δε με ενδιαφέρει διόλου τι θα
κάνεις. Συνήθως λέγεται ειρωνικά ως απάντηση στην απεγνωσμένη ερώτηση κάποιου τώρα
τι θα κάνω ή τώρα τι να κάνω·
- παίρνω
το μπάνιο μου, βλ. λ. μπανιαρίζομαι·
- τα
μπάνια του λαού, οι θερινές, οι καλοκαιρινές διακοπές του εργαζόμενου λαού:
«η κυβέρνηση ανέβαλε τις εκλογές για το φθινόπωρο για να μη διαταράξει
καλοκαιριάτικα τα μπάνια του λαού».