μπανανόφλουδα,
η, ουσ.
[<μπανάνα + φλούδα], μπανανόφλουδα·
- πατώ
την μπανανόφλουδα, ξεγελιέμαι, εξαπατώμαι, πέφτω στην παγίδα: «όλοι με
συμβούλευαν να μη συνεταιριστώ μαζί του, γιατί είναι απατεώνας, αλλά δεν άκουσα
κανένα κι έτσι πάτησα την μπανανόφλουδα». Από την εικόνα του ατόμου που, καθώς
περπατάει, πατάει μια μπανανόφλουδα και πέφτει κάτω.