μπαμπέσικος,
-η κ. -ια,
-ο, επίθ. [<μπαμπέσης + κατάλ. -ικος]. 1. που ενεργεί με δόλο, ο
δόλιος, ο ύπουλος, ο πανούργος, ο αναξιόπιστος: «μπαμπέσικο χτύπημα». 2.
(πιο ήπια ή και πειρακτικά) που χρησιμοποιεί κατεργαριές, ο κατεργάρης». (Λαϊκό
τραγούδι: μαζί μου έρχεσαι, μπαμπέσικο μικρό, γιατί γυρεύεις κόνξες
σ’ άλλονε να κάνεις). Επίρρ. μπαμπέσικα. (Λαϊκό τραγούδι: έμπαινε
μες την υπόγα για να ρίξει μια ζαριά και μπαμπέσικα μια φλόγα τονε βρήκε
στην καρδιά)·
- μου
την έφερε μπαμπέσικα, ενήργησε σε βάρος μου με δόλο, με ύπουλο τρόπο: «ένα
μήνα με διαβεβαίωνε πως δεν τον ενδιαφέρει η συγκεκριμένη δουλειά, όμως μου την
έφερε μπαμπέσικα, γιατί πήγε και την έκλεισε εν αγνοία μου»·
- μπαμπέσικη
δουλειά ή μπαμπέσικες δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- τον
έφαγαν μπαμπέσικα, τον σκότωσαν ύπουλα, άνανδρα, ύστερα από ενέδρα: «τον
περίμεναν κρυμμένοι στη γωνιά και την ώρα που περνούσε αμέριμνος τον έφαγαν
μπαμπέσικα». (Λαϊκό τραγούδι: τον φάγανε μπαμπέσικα δυο μαύροι
κάποιο βράδυ, κρυφά του τηνε στήσανε μες το βαθύ σκοτάδι).