μπαμπεσιά,
η, ουσ.
[<μπαμπέσης + κατάλ. -ιά]. 1. η δολιότητα, η πανουργία, η
αναξιοπιστία: «άσε τις μπαμπεσιές και κοίτα να συμπεριφερθείς σαν σωστός
άντρας». (Λαϊκό τραγούδι: μια μπαμπεσιά γυρέψανε προχτές να μου
σκαρώσουν και τη βουβή για χάρη σου να μου τηνε καρφώσουν). 2. (πιο
ήπια ή και πειρακτικά) η κατεργαριά: «με τις μπαμπεσιές δεν πρόκοψε κανένας στη
ζωή του». (Λαϊκό τραγούδι: πάψε πλέον τις μπαμπεσιές κι άσε τα
γινάτια, για σε και τίγρης θα γενώ για τα γλυκά σου μάτια)·
- άνθρωπος
της μπαμπεσιάς, βλ. λ. άνθρωπος·
- κάνω
μπαμπεσιά ή κάνω μπαμπεσιές, ενεργώ δόλια, ύπουλα, φέρομαι
αναξιόπιστα: «δεν του ’χει κανένας μας εμπιστοσύνη, γιατί κάνει συνέχεια
μπαμπεσιές». (Λαϊκό τραγούδι: θα μπλέξω μ’ άλλη και θα κλαις, αφού μου κάνεις
μπαμπεσιές)·
- μου
την έφερε με μπαμπεσιά, βλ. συνηθέστ. μου την έφερε μπαμπέσικα, λ. μπαμπέσικος·
- τον
έφαγαν με μπαμπεσιά, βλ. συνηθέστ. τον έφαγαν μπαμπέσικα, λ.
μπαμπέσικος.