μπαμ,
το, άκλ. ουσ.
[ηχομιμητική λ.]. 1. χαρακτηρίζει τον ήχο που κάνει το πυροβόλο όπλο
όταν εκπυρσοκροτεί: «το μπαμ που ακούστηκε ήταν η αιτία να γενικευτεί η ένοπλη σύρραξη».
(Παιδικό τραγούδι: στου Μανώλα την ταβέρνα έπεσε μια ντουφεκιά, μπαμ!
και τρυπήσαν τα βαρέλια και χυθήκαν τα κρασιά φιςςς!). 2.
δυνατός και κοφτός κρότος: «από πού ακούστηκε αυτό το μπαμ; || τι ήταν αυτό το
μπαμ;». 3. (στη γλώσσα της αργκό) είδος ζεϊμπέκικου χορού: «χορεύει μόνο
το μπαμ». 4. (στη γλώσσα των μηχανόβιων) η έντονη επιτάχυνση της
μοτοσικλέτας σε κάποια περιοχή στροφών: «θα βάλω πίσω τρία δόντια για καλύτερο
μπαμ». 5. ως επιφών. μπαμ! τρόπος με τον οποίο επιχειρούμε να
τρομάξουμε κάποιον: «πήγε κρυφά από πίσω του και μ’ ένα μπαμ που του ’κανε,
πετάχτηκε ο άλλος μέχρι το ταβάνι». (Ακολουθούν 14 φρ.)·
- έγινε
μπαμ, προκλήθηκε σοβαρή εντύπωση: «έγινε μπαμ μόλις μ’ είδαν να περνώ από
μπροστά τους με την αυτοκινητάρα μου!»·
- έγινε
το μεγάλο μπαμ, α. προκλήθηκε μεγάλη έκπληξη, έντονη εντύπωση από
την εξέλιξη κάποιου γεγονός: «μόλις κυκλοφόρησε το νέο του βιβλίο, έγινε το
μεγάλο μπαμ κι εξαντλήθηκε μέσα σε λίγο καιρό!». β. ξέσπασε κάποια κακή
κατάσταση που εγκυμονούσε: «με τέτοια αναδουλειά τον τελευταίο καιρό, έγινε το
μεγάλο μπαμ στην αγορά κι άρχισαν να κλείνουν συνέχεια οι επιχειρήσεις η μια
μετά την άλλη». γ. ξέσπασε κάποιο μεγάλο σκάνδαλο: «παρόλο που
κινητοποιήθηκε όλο ο κομματικός μηχανισμός, δεν μπόρεσαν να καλύψουν τα
σκάνδαλα του υπουργού, ώσπου κάποια στιγμή έγινε το μεγάλο μπαμ». δ.
προκλήθηκε, κηρύχθηκε πόλεμος: «μόλις το 1940 έγινε το μεγάλο μπαμ, όλοι οι
νέοι έτρεξαν να καταταγούν στις τάξεις του στρατού»·
- είναι
μπαμ, (για πρόσωπα ή πράγματα) είναι καλός, ωραίος, εξαιρετικός: «η
καινούρια του γκόμενα είναι μπαμ! || αγόρασε ένα αυτοκίνητο που είναι πολύ
μπαμ!»·
- είναι
μπαμ και κάτω, (και για τα δυο φύλα) ερωτεύεται αμέσως, με το πρώτο: «μόλις
του γνωρίσεις καμιά ωραία κοπέλα, είναι μπαμ και κάτω»·
- ιμάμ,
μαμ και μπαμ, βλ. λ. ιμάμ μπαϊλντί·
- είναι
μαμ και μπαμ, βλ. λ. μαμ·
- θα
κάνω μπαμ, α. δεν μπορώ να συγκρατήσω άλλο τα νεύρα μου και
ετοιμάζομαι να ξεσπάσω: «κράτα με, γιατί θα κάνω μπαμ μ’ αυτές τις βλακείες που
μας λέει μια ώρα». β. νιώθω έντονη ψυχική πίεση: «έχω τόσα πολλά
προβλήματα τον τελευταίο καιρό, που θα κάνω μπαμ»·
- και
μπαμ και μπουμ ή
και μπαμ μπουμ, α. αλλεπάλληλοι πυροβολισμοί: «οι κουμπουροφόροι
γυρνούσαν όλη τη νύχτα μέσα στους δρόμους της πόλης και μπαμ και μπουμ
τρομοκρατούσαν τον κόσμο». (Λαϊκό τραγούδι: και μπαμ και μπουμ τις
πιστολιές ξεσήκωσε τις γειτονιές κι έσπασε δυο μπορντέλα). β.
αλλεπάλληλοι ήχοι από νταούλι. (Δημοτικό τραγούδι: και μπαμ και μπουμ και
ταραραράμ βαράνε τα νταούλια)· βλ. και φρ. το (τα) μπαμ μπουμ·
- κάνω
μπαμ, προκαλώ μεγάλη εντύπωση, έχω μεγάλη επιτυχία: «είναι τόσο ωραίος, που,
όπου κι αν πάει, κάνει μπαμ || ένα βιβλίο έγραψε και μέσα σε λίγες μέρες έκανε
μπαμ». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε κάνεις μπαμ, απόψε κάνεις μπαμ, σε
βλέπουν και φρενάρουνε και σταματούν τα τραμ!)· βλ. και φρ. κάνω μπουμ, λ.
μπουμ1·
- κάνω
μπαμ από μακριά, α. είμαι πολύ ευδιάκριτος, ξεχωρίζω έντονα από την
ομορφιά μου ή γενικά το παρουσιαστικό μου: «ήταν ντυμένος στην τρίχα κι έκανε
μπαμ από μακριά». β. είναι ευδιάκριτη επάνω μου μια ψυχολογική κατάσταση
ή γενικά η κατάσταση στην οποία βρίσκομαι: «κατάλαβα πως κάτι σου συμβαίνει,
γιατί κάνεις μπαμ από μακριά || κάνεις μπαμ από μακριά πως τα έχεις κοπανήσει».
Ακούγεται και κάνω μπαμ από εκατό (χίλια) μέτρα ή και κάνω μπαμ από
εκατό (χίλια) χιλιόμετρα·
- κάνω
το μεγάλο μπαμ, προκαλώ πολύ μεγάλη εντύπωση, έχω πολύ μεγάλη επιτυχία,
συζητιέμαι, αναφέρομαι συνεχώς, ιδίως για κάτι καλό: «με το πρώτο βιβλίο που
δημοσίευσε έκανε το μεγάλο μπαμ»·
- μπαμ
και κάτω! αμέσως, στη στιγμή, απότομα και ξαφνικά: «όλες οι δουλειές πρέπει
να γίνονται μπαμ και κάτω || την ερωτεύτηκε μπαμ και κάτω». (Τραγούδι: μπαμ
και κάτω, έτσι απλά μωράκι μου φευγάτο ήρθες και έφερες τα πάνω κάτω)·
- μπαμ
μπουμ!
αλλεπάλληλοι πυροβολισμοί και, κατ’ επέκταση, ο πόλεμος. (Λαϊκό τραγούδι: μπαμ
μπουμ ντουφεκιές, μπαμ μπουμ κουμπουριές)·
- το
(τα) μπαμ μπουμ, α. ο μονότονα επαναλαμβανόμενος δυνατός κρότος:
«κάνουν κάτι μετατροπές στο πάνω διαμέρισμα κι όταν αρχίζουν τα μπαμ μπουμ, με
παίρνουν το κεφάλι». β. άγριος καβγάς με ανταλλαγή δυνατών χτυπημάτων:
«κάποια στιγμή άρχισαν τα μπαμ μπουμ και δεν τολμούσε κανένας να μπει στη μέση
να τους χωρίσει».