μπαλκόνι,
το, ουσ.
[<ιταλ. balcone], το μπαλκόνι. 1. τα κάγκελα ή το κτιστό περιτείχισμα
του μπαλκονιού: «ακούμπησε με τα χέρια του στο μπαλκόνι και παρακολούθησε για
λίγο τον κόσμο που πηγαινοερχόταν μέσα στο δρόμο». 2. τοποθεσία σε
υψόμετρο με μεγάλη και ωραία θέα: «στη Βέροια, απ’ το μπαλκόνι της Ελιάς,
μπορείς να δεις όλον τον Βεριώτικο κάμπο». 3. στον πλ. τα μπαλκόνια, το
γυναικείο στήθος, τα γυναικεία βυζιά, ιδίως τα μεγάλα: «φορούσε ένα μεγάλο
ντεκολτέ για να κάνει μόστρα τα μπαλκόνια της». Υποκορ. μπαλκονάκι, το·
- βγάζω
μπαλκόνι, κατασκευάζω, φτιάχνω μπαλκόνι: «γκρέμισε τον τοίχο της κουζίνας
κι έβγαλε μπαλκόνι, γιατί δεν είχε»·
- βγαίνω
στο μπαλκόνι, εκφωνώ πολιτικό λόγο μπροστά σε συγκεντρωμένο πλήθος και κατ’
επέκταση, ασχολούμαι με την πολιτική, πολιτεύομαι: «τώρα που πλησιάζουν οι
εκλογές, θα τους δούμε πάλι να βγαίνουν στα μπαλκόνια και να μας αραδιάζουν ένα
σωρό ψέματα || αποφάσισα να βγω κι εγώ στο μπαλκόνι, γιατί οι άλλοι που βγήκαν
νομίζεις πως έχουν περισσότερο μυαλό από μένα;»·
- έπεσε
απ’ το μπαλκόνι, αυτοκτόνησε πέφτοντας από το μπαλκόνι του: «είχε πολλά
ψυχολογικά προβλήματα κι έπεσε απ’ το μπαλκόνι». Ο τρόπος αυτός της αυτοκτονίας,
παρουσιάστηκε έντονος με το μεγάλο οικονομικό κραχ του 1930 στην Αμερική, όπου
διάφοροι χρεοκοπημένοι επιχειρηματίες έπεφταν στο κενό από το μπαλκόνι του
γραφείου τους. Συνών. έπεσε απ’ το παράθυρο·
- θα
πέσω απ’ το μπαλκόνι, βρίσκομαι σε απελπιστική κατάσταση: «έχω τόσα πολλά
προβλήματα, που θα πέσω απ’ το μπαλκόνι, γιατί δεν αντέχω άλλο». Συνών. θα
πέσω απ’ το παράθυρο.