μπαλιά,
η, ουσ.
[<μπάλα + κατάλ. -ιά]. 1. το χτύπημα που δέχεται κάποιος με μπάλα:
«του ’ρθε μια μπαλιά στο κεφάλι». 2. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) το
χτύπημα της μπάλας, καθώς και η πορεία που διαγράφει αυτή μετά το χτύπημά της,
μέχρι να φτάσει στον αποδέκτη της: «σ’ όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού, δεν του
’δωσαν ούτε μια μπαλιά || η μπαλιά ήταν πολύ δυνατή και δεν μπόρεσε να την
προλάβει || του ’κανε μια προωθημένη μπαλιά, αλλά δεν την πρόλαβε || η συρτή
μπαλιά του κόπηκε από την επέμβαση του αμυντικού || οι ψηλοκρεμαστές μπαλιές
δεν ευνοούν το τεχνικό παιχνίδι»·
-
μπαλιά διαβήτης, (στη
γλώσσα του ποδοσφαίρου) η μεταβίβαση της μπάλας σε συμπαίχτη με μεγάλη
ακρίβεια: «με μια μπαλιά διαβήτη τρύπησε την αντίπαλη άμυνα»·
- μπαλιά
λουκούμι, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) μεταβίβαση της μπάλας σε συμπαίχτη
που του δίνεται η δυνατότητα να πετύχει γκολ: «ο συμπαίχτης του του ’στειλε μια
μπαλιά λουκούμι κι αυτός δε δυσκολεύτηκε να βγάλει γκολ»· βλ. και φρ. του
’δωσε γκολ στο πιάτο, λ. γκολ·
- μπαλιά
τρύπα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) το πέταγμα της μπάλας από παίχτη
ανάμεσα από τους αντίπαλους αμυντικούς, ώστε να προλάβει συμπαίχτης του να την
εκμεταλλευτεί για να πετύχει γκολ: «έκανε μια μπαλιά τρύπα, αλλά δεν την
αντιλήφθηκε κανένας συμπαίχτης του».