μπαλαντέρ,
ο, άκλ. ουσ.
[<γαλλ. baladeur (= ό,τι περιστρέφεται, περιφέρεται)], ο μπαλαντέρ. 1.
αυτός που κολλάει για συντροφιά σε οποιαδήποτε παρέα: «δε μένει χωρίς παρέα
αυτός ο τύπος, γιατί, έτσι όπως είναι μπαλαντέρ, όλο και σε κάποιους θα
κολλήσει». 2. αυτός που αλλάζει συμπεριφορά ανάλογα με τις περιστάσεις ή
σύμφωνα με την επιθυμία κάποιου: «μην εμπιστεύεσαι αυτόν τον άνθρωπο, γιατί
είναι γνωστός μπαλαντέρ και δεν ξέρεις πότε θα σ’ αφήσει ξεκρέμαστο». Από το
ότι ο μπαλαντέρ, σε ορισμένα τυχερά παιχνίδια με τράπουλα, είναι φύλλο που
αλλάζει θέση και αξία, σύμφωνα με την επιθυμία του παίχτη·
- έχω
κρυμμένο μπαλαντέρ, έχω κρυφό στήριγμα, που θα με βοηθήσει τη στιγμή που το
χρησιμοποιήσω ή που θα το εκμεταλλευτώ για να νικήσω σε μια αντιπαράθεση με
κάποιον: «πρόσεχέ τον, γιατί μου σφύριξαν ότι έχει κρυμμένο μπαλαντέρ και θα
στην πάρει τη δουλειά»·
- με
κάνουν μπαλαντέρ, με αλλάζουν συνεχώς πόστο σε μια επιχείρηση, ανάλογα με
τις ανάγκες που παρουσιάζονται: «έχω περάσει απ’ όλα τα πόστα του εργοστασίου,
γιατί κάθε τόσο με κάνουν μπαλαντέρ». Από το ότι ο μπαλαντέρ ή αλλιώς τζόκερ,
σε ορισμένα τυχερά παιχνίδια με τράπουλα, είναι φύλλο που αλλάζει θέση και
αξία, σύμφωνα με την επιθυμία του παίχτη·
- με
παίζουν μπαλαντέρ, βλ. φρ. με κάνουν μπαλαντέρ.