μπαλαμούτι
κ. παλαμούτι,
το, ουσ. [<τουρκ. palamut (= παλαμίδα), ίσως ρουμαν.
balamuti]. 1. (στη γλώσσα της αργκό) το κλέψιμο στα χαρτιά ή στα ζάρια:
«αν είναι ν’ αρχίσεις πάλι το μπαλαμούτι, όπως και την προηγούμενη φορά,
καλύτερα να μην παίξουμε». 2. η απάτη, η εξαπάτηση, ο δόλος, το κόλπο,
το τέχνασμα: «δεν μπορεί να κάνει μια δουλειά χωρίς μπαλαμούτι». Συνών. ματσαράγκα.
3. το ψέμα, το παραμύθι: «δεν αφήνεις το μπαλαμούτι!»·
- δουλεύει
μπαλαμούτι, (για τυχερά παιχνίδια, ιδίως για χαρτιά ή ζάρια) το κλέψιμο
είναι κανόνας: «απ’ τη στιγμή που κατάλαβε πως δε γίνεται τίμιο παιχνίδι, αλλά
δουλεύει μπαλαμούτι, δεν ξανάπαιξε μαζί τους». (Λαϊκό τραγούδι: σαν θ’
αρχίσει το μπαρμπούτι, θα δουλέψει μπαλαμούτι)·
- μου
τη φέραν μπαλαμούτι, με έκλεψαν στα χαρτιά ή στα ζάρια: «έχασα ένα σωρό
λεφτά, γιατί μου τη φέραν μπαλαμούτι». (Λαϊκό τραγούδι: στο μπαρμπούτι, στο
μπαρμπούτι, μου τη φέραν μπαλαμούτι)·
- πουλώ
μπαλαμούτι, λέω ψέματα, λέω παραμύθια: «μας πουλούσε μια ώρα μπαλαμούτι κι
είχε την εντύπωση πως τον πιστεύαμε»·
- τον
δουλεύω μπαλαμούτι, τον εξαπατώ, τον ξεγελώ: «τον δούλεψε μπαλαμούτι πως θα
του τελειώσει τη δουλειά και του ’φαγε ένα κάρο λεφτά»·
- τρώω
μπαλαμούτι, α. πιστεύω τα ψέματα που μου λέει κάποιος, ξεγελιέμαι,
παραμυθιάζομαι: «τζάμπα κουράζεσαι να μιλάς τόση ώρα, γιατί εγώ δεν τρώω
μπαλαμούτι». β. εξαπατώμαι, ξεγελιέμαι: «είναι πανέξυπνος άνθρωπος και
δεν τρώει εύκολα μπαλαμούτι».