μπακλαβάς,
ο, ουσ. [<τουρκ.
baklava], ο μπακλαβάς· γυναίκα όμορφη και λαχταριστή: «γνώρισα μια γυναίκα
σκέτο μπακλαβά». Από το ότι ο μπακλαβάς είναι ένα εύγευστο ανατολίτικο γλύκισμα
ταψιού·
- αν
ήταν η δουλειά γλυκιά, θα τη λέγαν μπακλαβά, βλ. λ. δουλειά·
- κι
ο μπακλαβάς γωνία, α. έκφραση με την οποία διαβεβαιώνουμε κάποιον,
που μας ρωτάει αν όλα είναι εντάξει ή αν όλα τακτοποιήθηκαν όπως έπρεπε, ότι
δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα: «εντάξει παιδιά, μπήκαν όλα τα πράγματα στη θέση
τους; -Κι ο μπακλαβάς γωνία». β. λέγεται στην περίπτωση που κάποιος έχει
υπερβολικές απαιτήσεις, που θέλει να απολαμβάνει ευνοϊκή μεταχείριση και
απολαβές, χωρίς να καταβάλει ιδιαίτερο κόπο: «δεν φτάνει που έψαξα να του βρω
σπίτι κι έτρεξα και για τον μεταφορέα που θα του έκανε τη μετακόμιση, θέλει και
το μπακλαβά γωνία, αλλά δεν του τα ’πανε καλά, γιατί από δω και πέρα τέρμα οι
εξυπηρετήσεις». Από το ότι το κομμάτι του μπακλαβά που βρίσκεται στη γωνία του
ταψιού είναι πολύ εύγευστο.