μπακαλίστικος,
-η κ. -ια,
-ο, επίθ. [<μπακάλης + κατάλ. -ίστικος], που ανήκει, αναφέρεται ή
ταιριάζει σε μπακάλη, που είναι λεπτολόγος ή τσιγκούνης ή προχειρολόγος:
«μπακαλίστικος λογαριασμός || μπακαλίστικη νοοτροπία». Επίρρ. μπακαλίστικα·
-
κάνω μπακαλίστικους λογαριασμούς, βλ.
φρ. κάνω λογαριασμούς του μπακάλη, λ. μπακάλης·
-
μπακαλίστικοι λογαριασμοί, βλ.
φρ. λογαριασμοί του μπακάλη, λ. μπακάλης.