μπακακάκι,
το, ουσ.
[υποκορ. του ουσ. μπάκακας], το βατραχάκι·
- πετώ
μπακακάκια, λέω ανοησίες, ασυναρτησίες: «κάθε φορά που θ’ ανοίξεις το στόμα
σου, πετάς μπακακάκια»·
- χέζω
μπακακάκια, δειλιάζω, φοβάμαι, τρομοκρατούμαι: «μόλις είδε τον άλλον να
βγάζει το μαχαίρι του και να πηγαίνει καταπάνω του, έχεσε μπακακάκια ο δικός
σου κι όπου φύγει φύγει».