μπάκα,
η, ουσ.
[<λατιν. bac(c)a (= μικρός σφαιροειδής καρπός)]. 1. η μεγάλη κοιλιά,
το μεγάλο στομάχι: «είχε μια μπάκα σαν αεροδρόμιο». 2. (στο παιχνίδι του
μπακαρά) το άθροισμα των τριών χαρτιών ενός παίχτη που είναι ίσο με το μηδέν,
το μηδέν· βλ. και λ. μπακαράς·
- γεμίζω
την μπάκα μου, (για φαγητά)χορταίνω: «δεν μπορώ να φάω ούτε μπουκιά,
γιατί γέμισα την μπάκα μου»·
- κάνω
μπάκα, α. κάνω μεγάλη κοιλιά, μεγάλο στομάχι από αδιάκοπο φαγοπότι:
«τον τελευταίο καιρό τρώω σαν λύκος κι έκανα μπάκα». β. (στο παιχνίδι
του μπακαρά) φέρνω μηδέν: «πώς να μην έχανα όλα μου τα λεφτά, αφού κάθε τόσο
έκανα μπάκα».