μπαϊράμι,
το, ουσ.
[<τουρκ. bayram (= μουσουλμανική γιορτή)], υπαίθρια γιορτή: «κάθε φορά που
έχουμε μπαϊράμι στο χωριό, όλος ο κάμπος αντιλαλεί απ’ τα νταούλια και τα
κλαρίνα»·
- κάνει
με το μυαλό του μπαϊράμι, βλ. φρ. κάνει με το νου του μπαϊράμι·
- κάνει
με το νου του μπαϊράμι, ονειρεύεται, υποθέτει, φαντάζεται ευνοϊκές
εξελίξεις ή ευχάριστες καταστάσεις: «δε διαβάζει καθόλου και κάνει με το νου
του μπαϊράμι να πετύχει στο πανεπιστήμιο || κάθε καλοκαίρι κάνει με το νου του
μπαϊράμι να πάει κι αυτός διακοπές».