ανατριχιάζω,
ρ. [<μσν. ἀνατριχῶ],
ανατριχιάζω·
- σου
το λέω κι ανατριχιάζω, δηλώνει έντονη συγκίνηση στην αναφορά κάποιου
ευχάριστου ή και δυσάρεστου γεγονότος: «ο τάδε υπήρξε για μένα ο καλύτερός μου
φίλος. Σου το λέω κι ανατριχιάζω || μόλις τον είδα να σπαράζει πάνω στον τάφο
του πατέρα του, σφίχτηκε η ψυχή μου. Σου το λέω κι ανατριχιάζω». Συνήθως της
φρ. προτάσσεται και πιο σπάνια ακολουθεί το δεικτικό να και συνοδεύεται
από παράλληλη χειρονομία, με την οποία δείχνουμε στο συνομιλητή μας το βραχίονά
μας να δει τις τρίχες που υποτίθεται πως σηκώνονται ή που πραγματικά σηκώνονται,
γιατί μπορεί πράγματι να συμβεί, όταν το άτομο διακατέχεται από μεγάλη
συγκίνηση. Στην περίπτωση που ο ομιλητής έχει καλυμμένο το βραχίονά του με τα
ρούχα που φοράει, τότε κάνει πως τραβάει το μανίκι του σακακιού του προς τον
αγκώνα του ή κάνει πως ξεκουμπώνει το μανικετόκουμπό του θέλοντας να δείξει στο
συνομιλητή του τις τρίχες του βραχίονά του. Συνών. σου το λέω και μου
σηκώνεται η τρίχα.