μούχτι,
το, ουσ. [<τουρκ.
muhtaç (= ο φτωχός, ο έχων ανάγκη, ο στερημένος)]·
- έχει
μούχτι, (στη γλώσσα της αργκό) α. στο χώρο για τον οποίο γίνεται
λόγος, συχνάζουν πολλές γυναίκες μόνες, οπότε υπάρχει περίπτωση να κάνει κανείς
κολλητήρι ή και να συνάψει ερωτικό δεσμό: «τ’ απογεύματα στην παραλία
μαζεύονται υπηρετριούλες και νταντάδες κι έχει μούχτι». β. υπάρχει
αφθονία υλικών αγαθών: «κάθε Σαββατοκύριακο πηγαίνω και την αράζω στο σπίτι του
αδερφού μου, γιατί έχει μπόλικο μούχτι και την περνάω φίνα»·
- κάνω
μούχτι, α. (στη γλώσσα της αργκό) κλέβω: «από ποιον έκανες μούχτι
αυτόν τον αναπτήρα;». β. χαϊδεύω ερωτικά, βάζω χέρι: «πηγαίνει στους
κινηματογράφους, μόνο και μόνο για να κάνει μούχτι σε κοριτσάκια»·
- πέφτω
στο μούχτι, (στη γλώσσα της αργκό) βρίσκω την ευκαιρία και αφοσιώνομαι
ολοκληρωτικά στο φαγητό ή στο σεξ: «τους βρήκα την ώρα που έτρωγαν κι έπεσα κι
εγώ στο μούχτι || μόλις βγήκε απ’ τη φυλακή, τα ’φτιαξε μ’ ένα γυναικάκι κι
έπεσε με τα μούτρα στο μούχτι».