μουφλούζης,
ο, θηλ. μουφλούζα,
η, ουσ. [<τουρκ. müflis, müflüs]. 1. ο
χρεοκοπημένος, ο αφερέγγυος για περαιτέρω πίστωση και, κατ’ επέκταση, ο ανάξιος
λόγου, ο ασήμαντος, ο τιποτένιος: «υπάρχει τέτοια αναδουλειά τον τελευταίο
καιρό, που κάθε μέρα βγαίνει στην αγορά κι ένας καινούριος μουφλούζης || δεν
μπορώ να καταλάβω, γιατί κάνεις παρέα μ’ αυτόν το μουφλούζη!». 2. ο
κατσούφης, ο μουτρωμένος: «ήρθε μουφλούζης στη δουλειά του και δεν τον ενοχλεί
κανένας».
- ο
μουφλούζης, αν μουφλουζέψει, τα παλιά τεφτέρια ανοίγει, βλ. συνηθέστ. ο Εβραίος, όταν
δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του βιβλία, λ. δουλειά.