μουσούδα,
η, ουσ. [<μσν. μουσούδιν, υποκορ.
του ιταλ. muso + κατάλ. -ούδα], το ρύγχος των ζώων και ειρωνικά το πρόσωπο του
ανθρώπου, το μούτρο: «για δες μουσούδα, που θέλει τιμές και μεγαλεία!»·
-
βάζει μουσούδα (και για τα δυο φύλα), του αρέσει να κάνει γλειφομούνι,
της αρέσει να κάνει τσιμπούκι: «οι πιο πολλές γυναίκες έχουν μάθει σήμερα να
βάζουν μουσούδα». Συνών. βάζει μούρη.