μούσκεμα,
το, ουσ. [<μουσκεύω], το
κατάβρεγμα, η ύγρανση μιας επιφάνειας: «μετά τη βροχή όλοι οι δρόμοι ήταν
μούσκεμα»·
-
γίνομαι μούσκεμα, καταβρέχομαι: «όπως πότιζα στον κήπο, μου ’φυγε το
λάστιχο απ’ τα χέρια κι έγινα μούσκεμα». Συνών. γίνομαι κατσί / γίνομαι
λούτσα / γίνομαι μουσκίδι / γίνομαι παπί·
-
γίνομαι μούσκεμα στον ιδρώτα, βλ. λ. ιδρώτας·
-
είμαι μούσκεμα, είμαι πολύ βρεγμένος: «είμαι μούσκεμα, γιατί μ’ έπιασε η
βροχή στο δρόμο»·
-
είμαι μούσκεμα στον ιδρώτα, βλ. λ. ιδρώτας·
-
κάνω μούσκεμα (κάποιον ή κάτι), καταβρέχω κάποιον ή κάτι: «ποιος έκανε
μούσκεμα το παιδί;»·
-
τα κάνω μούσκεμα, χαλώ μια δουλειά, υπόθεση, κατάσταση ή σχέση,
αποτυχαίνω εντελώς σε κάτι: «μια φορά του ανέθεσα κι εγώ να μου τελειώσει μια
δουλειά και τα ’κανε μούσκεμα»·
-
τον κάνω μούσκεμα, τον καταβρέχω: «του ’ριξα για πλάκα έναν κουβά με
νερό και τον έκανα μούσκεμα». Συνών. τον κάνω κατσί / τον κάνω λούτσα / τον
κάνω μουσκίδι / τον κάνω παπί.