ανάστημα,
το, ουσ.
[<μτγν. ἀνάστημα], το ανάστημα· το ύψος του ανθρώπινου σώματος, το μπόι (βλ. λ.)·
- δεν
είναι του αναστήματός μου, δεν είναι της δικής μου αξίας (πνευματικής,
κοινωνικής ή οικονομικής): «όσο και να παινεύετε αυτόν τον άνθρωπο, δεν είναι
του αναστήματός μου»·
- έχω
ανάστημα, είμαι ψηλός: «αυτό το παντελόνι θα πρέπει να μου είναι κοντό,
γιατί εγώ έχω ανάστημα»·
- έχω
το ανάστημα, έχω το κύρος, έχω τη δύναμη, είμαι σπουδαίος: «ποιος έχει το
ανάστημα να παραβγεί μαζί μου;»·
- ορθώνω
ανάστημα, α. κάνω τον σπουδαίο: «μόλις πήρε το πτυχίο του, αμέσως
όρθωσε ανάστημα». β. αρχίζω να νιώθω σίγουρος για τον εαυτό μου και
εναντιώνομαι σε κάποιον: «μόλις πήρε την κληρονομιά, όρθωσε ανάστημα στο
διευθυντή του»·
- ορθώνω
το ανάστημά μου, αρνούμαι να υποταχτώ, δεν το βάζω κάτω, εναντιώνομαι
δυναμικά: «οι Έλληνες μαχητές όρθωσαν το ανάστημά τους στον εχθρό».
- παίρνω
ανάστημα, βλ. συνηθέστ. ρίχνω ανάστημα·
- πετώ
ανάστημα, βλ. συνηθέστ. ρίχνω ανάστημα·
- ρίχνω
ανάστημα, παίρνω ύψος, ψηλώνω, αναπτύσσομαι σωματικά, ρίχνω μπόι: «πολύ
απότομα έριξε ανάστημα αυτό το παιδί!»·
- υψώνω
ανάστημα, βλ. συνηθέστ. ορθώνω ανάστημα·
- υψώνω το ανάστημά μου, βλ. συνηθέστ. ορθώνω το ανάστημά μου.