μουσαφίρης,
ο, πλ. μουσαφίρηδες κ. μουσαφιραίοι,
οι, θηλ. μουσαφίρισσα, η, ουσ. [<τουρκ. misafir]. 1. ο
φιλοξενούμενος στο σπίτι, ο επισκέπτης: «χτες βράδυ είχαμε ένα μουσαφίρη στο
σπίτι, γι’ αυτό δεν μπόρεσα να ’ρθω να σας βρω». (Λαϊκό τραγούδι: μόλις μπήκα
στο τσαντίρι, βρίσκω γύφτο μουσαφίρη). 2. λέγεται και με
ειρωνική διάθεση με υπονοούμενο τον εραστή: «τι γίνεται κυρά Πόπη μου, πάλι
μουσαφίρη είχαμε χτες βράδυ;». (Λαϊκό τραγούδι: έμπαζες το μουσαφίρη απ’
το πίσω παραθύρι και στ’ αμπελοχώραφά μου είχα κι άλλο νοικοκύρη).
-
ακάλεστος μουσαφίρης, καθάριος διακονιάρης, βλ. λ. ακάλεστος·
-
κλάνει ο νοικοκύρης, χέζει ο μουσαφίρης, βλ. λ. νοικοκύρης·
-
ο μουσαφίρης και το ψάρι, την τρίτη μέρα βρομάνε, λέγεται όταν κάποιος φιλοξενούμενός
μας παρατείνει την παραμονή του στο σπίτι μας οπότε αρχίζει να γίνεται
ενοχλητικός με την παρουσία του: «σ’ ευχαριστώ για τη φιλοξενία σου αλλά κάθισα
πάρα πολύ και πρέπει να φεύγω, γιατί ο μουσαφίρης και το ψάρι, την τρίτη μέρα
βρομάνε»·
-
όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο μουσαφίρης, βλ. λ. νοικοκύρης.