αναστενάζω,
ρ. [<αρχ. ἀναστενάζω],
αναστενάζω· στενοχωριέμαι πάρα πολύ, υποφέρω ψυχικά ή σωματικά: «το πόσο
αναστενάζω σαν βλέπω τον ξεπεσμό αυτού του ανθρώπου δε λέγεται! || αναστέναξα
μέχρι να καταφέρω να σπουδάσω τα παιδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: έννοια σου
και δε θα με γλιτώσει· όλα τα σπασμένα αυτή θα τα πληρώσει. Θα την κάνω εγώ ν’ αναστενάζει,
να πονεί, να κλαίει, να φωνάζει)·
- αναστέναξε
η καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
- αναστέναξε
η ψυχή μου, βλ. λ. ψυχή·
- αναστέναξε
το κρεβάτι, βλ. λ. κρεβάτι·
- θα
σ’ αναστενάξω ή θα σε κάνω ν’ αναστενάξεις (ενν. από το ξύλο ή από την
ανάθεση κάποιας κοπιαστικής εργασίας), θα σε καταβασανίσω, θα σε
καταταλαιπωρήσω: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα σ’ αναστενάξω || αν σε πάρω
στη δουλειά μου, στο λέω, θα σε κάνω ν’ αναστενάξεις».