Ανάσταση,
η, ουσ.
[<αρχ. ἀνάστασις], η Ανάσταση·
- Ανάσταση!
ή Ανάσταση Θεέ μου! ή Ανάσταση Θεούλη μου! ή Ανάσταση Χριστέ
μου! ή Ανάσταση Χριστούλη μου! ή Ανάσταση Παναγιά μου! ή Ανάσταση
Παναγίτσα μου! έκφραση ανακούφισης, επιτέλους(!): «παιδιά ήρθε τ’
αεροπλάνο. -Ανάσταση!». Από την αδημονία που έχουν οι πιστοί, που παρακολουθούν
την ακολουθία της Αναστάσεως, να ακούσουν το Χριστός Ανέστη για να ευφρανθεί η
ψυχή τους και να πάνε να φάνε τη μαγειρίτσα στο σπίτι·
- έχω
Ανάσταση, χαίρομαι υπερβολικά, διασκεδάζω υπερβολικά: «απολύθηκε ο γιος
τους απ’ το στρατό κι έχουν Ανάσταση στο σπίτι». Αναφορά στην ψυχική ευφορία
των πιστών μετά την Ανάσταση του Χριστού·
- θα
τα κάνω (όλα) Ανάσταση , (απειλητικά) θα επιφέρω μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη
καταστροφή: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα έρθω στη δουλειά σου και θα τα
κάνω όλα Ανάσταση»·
- καλή
Ανάσταση! α. ευχή που ανταλλάσσουν μεταξύ τους οι χριστιανοί πριν
από την Ανάσταση: «αν δε σε δω μέχρι την Κυριακή, καλή Ανάσταση!». β.
(ειρωνικά) όπως τα έκανες, τώρα δε γίνεται τίποτα, δεν υπάρχει γιατρειά, δε
διορθώνεται τίποτα: «στο σημείο που έχεις φέρει τη δουλειά, καλή Ανάσταση!». γ.
(ειρωνικά) τώρα που ενδιαφέρθηκες για τη δουλειά για την οποία γίνεται λόγος,
είναι αργά, γιατί ή την έχει πάρει κάποιος άλλος ή περατώθηκε: «τώρα που
ξύπνησε γι’ αυτή τη δουλειά, πες του καλή Ανάσταση!»·
- κάνω
Ανάσταση, α. πηγαίνω στην εκκλησία το βράδυ του Μ. Σαββάτου για να
παρακολουθήσω τη σχετική ακολουθία: «κάθε χρόνο κάνω Ανάσταση στην εκκλησία της
ενορίας μου». β. γιορτάζω τη μέρα τη Αναστάσεως: «φέτος θα κάνουμε Ανάσταση
στο χωριό». γ. περνώ καλά, ευχάριστα με φαγητό και πιοτό: «επιτέλους,
έπεσαν κάτι λεφτά στα χέρια μου και θα μπορέσω να κάνω κι εγώ Ανάσταση». Από το
ότι μετά την Ανάσταση ο κόσμος το ρίχνει στο φαγοπότι και στις διασκεδάσεις. δ.
(και για τα δυο φύλα) βρίσκω το ερωτικό μου ταίρι: «επιτέλους, βρήκε κι αυτός
μια γυναίκα να κάνει Ανάσταση»·
- μα
την Ανάσταση! όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε: «αν τον πιάσω
στα χέρια μου, μα την Ανάσταση θα τον σπάσω στο ξύλο». (Λαϊκό τραγούδι: καθάρισε
τη θέση σου γιατί μα την Ανάσταση θα κάνω επανάσταση)·
- μέχρι
Ανάσταση, μέχρι το τέλος: «θα σε κυνηγήσω μέχρι Ανάσταση για να πάρω τα
λεφτά μου πίσω»·
- περάσαμε
Ανάσταση, περάσαμε πάρα πολύ ωραία, πάρα πολύ ευχάριστα: «στην εκδρομή
περάσαμε Ανάσταση». Από το ότι το Πάσχα ο κόσμος χαίρεται και διασκεδάζει·
- τα
κάνω (όλα) Ανάσταση, επιφέρω σ’ ένα χώρο μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη καταστροφή:
«μπήκε νευριασμένος στο μαγαζί και τα ’κανε όλα Ανάσταση». Αναφορά στις
θορυβώδεις ενέργειες των πιστών στο άκουσμα του Χριστός Ανέστη.