μουνάκι,
το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. μουνί]. 1.
γυναίκα όμορφη αλλά κοντή ή λεπτοκαμωμένη ή όμορφη γυναίκα νεαρής ηλικίας:
«είχε μαζί του ένα μουνάκι, να γλείφεις τα δάχτυλά σου!». 2. υποτιμητική
ή υβριστική προσφώνηση. ιδίως σε άντρα: «έλα δω, ρε μουνάκι, γιατί με
κατηγόρησες;»·
-
να, κάνει το μουνάκι σου! (και για τα δυο φύλα), επιθυμείς πάρα πολύ να
αποκτήσεις κι εσύ αυτό για το οποίο γίνεται λόγος και ας προσποιείσαι τον
αδιάφορο: «μπορεί να λες πως δε θέλεις κι εσύ μια τέτοια αυτοκινητάρα, αλλά,
να, κάνει το μουνάκι σου!». Συνοδεύεται πάντα από χειρονομία με τον αντίχειρα
και το δείκτη να ενώνουν τεντωμένοι στις άκρες τους και κάνοντας ελαφρούς
σπασμούς να υπονοούν το γυναικείο αιδοίο σε σεξουαλική διέγερση. Συνών. να,
κάνει η σούφρα σου! / να, κάνει ο κώλος σου! / να, κάνει το κωλαράκι σου! / να,
κάνει το μουνί σου! / να, κάνει το πουλάκι σου! / να, κάνει το πουλί σου(!)·
-τι λέει το μουνάκι σου! (ειρωνικά) είσαι γελασμένος, αν νομίζεις ότι πιστεύω πως
τα πράγματα έγιναν έτσι όπως τα λες ή είσαι γελασμένος, αν νομίζεις ότι τα
πράγματα θα γίνουν έτσι όπως τα θέλεις ή όπως σε συμφέρουν. Για συνών. βλ. φρ. τι
λέει το μηλίγγι σου! λ. μηλίγγι.