μουγγαφόν, της, άκλ. ουσ. [<μούγγα + αγγλ. phone] ακούγεται μόνο στη φρ. είναι της μουγγαφόν, ειρωνική παρατήρηση, όταν, μετά από τηλεφωνική κλήση που μας έγινε, δε μιλάει κανείς στο ακουστικό, δηλ. ο άνθρωπος από την άλλη μεριά του τηλεφώνου δεν μπορεί να μιλήσει, γιατί είναι μουγγός. Κατά το Odeon Parlophone (= εταιρεία δίσκων).