μούγγα,
η, ουσ.[<μουγγός], βλ. λ. μουγγαμάρα· ως προσταγή, σιωπή, σκασμός: «όταν μιλάω εγώ, εσύ μούγγα»·
-
βγάζω τη μούγγα, δε λέω τίποτα, σιωπώ. Συνήθως προστακτικά ή απειλητικά,
βγάλε τη μούγγα, πάψε, μη μιλάς, σκάσε: «βγάλε τη μούγγα, όταν μιλάει
κάποιος μεγαλύτερός σου και μην τον διακόπτεις»·
-
μούγγα στη στρούγκα, α. λέγεται στην περίπτωση που δε βγαίνει
κανείς από το σπίτι του, γιατί δεν έχει χρήματα ή γιατί βρίσκεται σε άσχημη
ψυχολογική κατάσταση: «τον τελευταίο καιρό μούγγα στη στρούγκα ο δικός σου,
γιατί δεν έχει φράγκο || είναι λίγος ο καιρός που πέθανε ο πατέρας του, γι’
αυτό είναι συνέχεια μούγγα στη στρούγκα». β. δίνεται και ως συμβουλή σε
κάποιον, όταν δεν έχει χρήματα, να μείνει στο σπίτι, να μην κυκλοφορήσει στα
στέκια του: «απ’ τη στιγμή που δεν έχεις μία, για να μη γίνεις βάρος στους
άλλους, μούγγα στη στρούγκα».