μοτίβο,
το, ουσ. [<ιταλ. motivo (=
κίνητρο)], το μοτίβο·
-
στο ίδιο μοτίβο ή στο ίδιο το μοτίβο, λέγεται για οτιδήποτε
επαναλαμβάνεται συχνά και στερεότυπα: «δεν είχε κανένα ενδιαφέρον η ομιλία του,
γιατί επί μια ώρα μιλούσε στο ίδιο μοτίβο || το καινούριο βιβλίο του
συγγραφέα, είναι στο ίδιο μοτίβο με το προηγούμενό του».