ανάρτηση,
η, ουσ.
[<μτγν. ἀνάρτησις], η ανάρτηση· συνήθως στον πλ. οι αναρτήσεις, οι
καλλίγραμμοι γλουτοί γυναίκας, που καταλήγουν σε καλλίγραμμα πόδια: «δεν είναι
πολύ όμορφη γυναίκα, αλλά έχει πολύ ωραίες αναρτήσεις». Από τα όργανα του
αυτοκινήτου, που μεταφέρουν το βάρος του στον άξονα των τροχών»·
- δουλεύει
αναρτήσεις, (στη γλώσσα της αργκό και για τα δυο φύλα) δέχεται να υποστεί
τη σεξουαλική πράξη από πίσω, από τον κώλο: «έπεσε να πεθάνει μόλις έμαθε πως ο
γιος του δουλεύει αναρτήσεις || στον έρωτα, του αρέσει η γυναίκα να δουλεύει
αναρτήσεις». Συνών. δουλεύει αμορτισέρ / δουλεύει εξάτμιση (α) / δουλεύει
την πίσω πόρτα·
- πάσχει
από αναρτήσεις, (στη γλώσσα της αργκό) α. η γυναίκα για την οποία
γίνεται λόγος, δεν έχει καλλίγραμμους γλουτούς να καταλήγουν σε καλλίγραμμα
δυνατά πόδια: «είναι όμορφη γυναίκα, αλλά πάσχει από αναρτήσεις». β. η
γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος, δε δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη
από πίσω, από τον κώλο: «λένε πως είναι καλή στον έρωτα, αλλά δυστυχώς πάσχει
από αναρτήσεις». Συνών. πάσχει από αμορτισέρ.