μονότερμα,
το, ουσ. [<μονο- + τέρμα], ποδοσφαιρικό
παιχνίδι που παίζεται σε μια μόνο εστία: «επειδή δεν ήταν πολλά τα παιδιά, γι’
αυτό περιορίστηκαν να παίξουν μονότερμα». Από τις επαγγελματικές ομάδες ένα
τέτοιο παιχνίδι γίνεται για λόγους προπόνησης·
-
μας παίζανε μονότερμα, βλ. φρ. μας πήρανε μονότερμα·
-
μας παίζει μονότερμα, βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση από εμάς, έχει
συνεχώς την πρωτοβουλία: «αφού ξέρει την υπόθεση κι εμείς έχουμε άγνοια, κάνει
πολύ καλά που μας παίζει μονότερμα». Από τη γλώσσα του ποδοσφαίρου·
-
μας πήρανε μονότερμα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) η αντίπαλη ομάδα
έπαιζε τόσο καλά, που το παιχνίδι περιορίστηκε μπροστά στο δικό μας τέρμα: «οι
δικοί μας δε μπορούσαν να σύρουν τα πόδια τους κι έτσι οι άλλοι μας πήρανε
μονότερμα»·
-
μας πήρε μονότερμα, μιλούσε συνέχεια χωρίς να αφήνει άλλον να μιλήσει:
«όταν ήρθε η σειρά του, μας πήρε μονότερμα και δεν άφησε κανέναν άλλο να πει
κουβέντα». Από την εικόνα της ποδοσφαιρικής ομάδας που, καθώς έχει πιάσει πολύ
καλό παιχνίδι, έχει κλείσει την αντίπαλη ομάδα μπροστά στην εστία της και τη
βομβαρδίζει συνέχεια με σουτ.