μοναχός,
ο, θηλ. μοναχή, η, ουσ. [αρσ.
και θηλ. του επιθ. μοναχός], ο καλόγερος, η καλογριά: «οι μοναχοί του Αγίου
Όρους || οι μοναχοί των Μετεώρων || οι μοναχές της Λυδίας»·
-
να φοβάσαι τα πισινά του μουλαριού, τα μπροστινά του μοναχού και την απόφαση
του δικαστού, βλ. λ. φοβάμαι.